Των Αλέξη Λιοσάτου και Γιάννας Παλαμπουικίδου, υποψηφίων περιφερειακών συμβούλων ΠΕ Κοζάνης με τον συνδυασμό «Αριστερή Συμπόρευση για την Ανατροπή στη Δ.Μακεδονία» (ΑΡ.ΣΥ. ΑΝΑΤΡΟΠΗ)
Στα πλαίσια το νέου ποινικού κώδικα, η κυβέρνηση προτείνει την τροποποίηση του άρθρου 336, στο οποίο ορίζεται το τι είναι βιασµός. Η νοµοθεσία που ίσχυε µέχρι σήµερα ήταν ήδη λειψή, αφήνοντας απροστάτευτο τη γυναίκα-θύμα σε μια σειρά περιπτώσεις που συνιστούν βιασμό. Η νέα τροποποίηση (θα ψηφιστεί μέσα στον Μάιο) κάνει τη νοµοθεσία πολύ χειρότερη. Η κυβέρνηση προτείνει ότι βιασµός θα πρέπει να θεωρείται αποκλειστικά ο εξαναγκασµός σε σεξουαλική πράξη υπό την απειλή κινδύνου για τη ζωή ή την σωµατική ακεραιότητα. Έτσι, δεν θα µπορούν µε κανένα τρόπο να εµπίπτουν στο πλαίσιο του βιασµού περιπτώσεις που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των καταγγελθέντων περιστατικών όπως αυτές της απειλής-εκβιασµού µέσα στην οικογένεια ή στην εργασία, αλλά και οι περιπτώσεις θυµάτων σε κατάσταση µέθης/ χωρίς συνείδηση, ή ο βιασµός που υφίστανται τα θύµατα trafficking.
Κι όλα αυτά παρά το γεγονός ότι από το 2014 είναι σε υποχρεωτική ισχύ προς όλα τα κράτη-µέλη της Ε.Ε. η «Σύµβαση του Συµβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέµηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας» (γνωστή ως «Σύµβαση της Κωνσταντινούπολης»). Η Σύµβαση αυτή ορίζει τη σεξουαλική βία συµπεριλαµβανοµένου του βιασµού µε µόνη προϋπόθεση την συναίνεση: «η συγκατάθεση πρέπει να παρέχεται εκουσίως, ως αποτέλεσµα της ελεύθερης βούλησης του ατόµου». Γίνεται έτσι ξεκάθαρο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να οπισθοδροµήσει αρκετές δεκαετίες πίσω.
Ακόμα και τα «επίσημα» στατιστικά είναι αμείλικτα: Μία στις 20 γυναίκες, άνω των 15 ετών, στην ΕΕ έχει υποστεί βιασμό. Μία στις 10 έχει βιώσει κάποια μορφή σεξουαλικής βίας. Στην Ελλάδα κάθε δύο μέρες καταγγέλλεται ένας βιασμός/απόπειρα βιασμού σύμφωνα με την Ελληνική Αστυνομία.
«Ο νέος ορισμός αδιαφορεί για το γεγονός ότι οι γυναίκες (…) αποθαρρύνονται, με κάθε τρόπο, να καταγγείλουν τη βία που υφίστανται: Όταν οι αστυνομικές αρχές αγνοούν τις καταγγελίες τους «γιατί έχουν περάσει μέρες» (περίπτωση Τοπαλούδη). Όταν ολόκληρες τοπικές κοινωνίες διαπομπεύουν το θύμα και συμπαραστέκονται στα παιδιά καλών οικογενειών (υπόθεση ομαδικού βιασμού ανήλικης μαθήτριας στην Αμάρυνθο). Όταν οι λίγες θαρραλέες γυναίκες που φτάνουν στις δικαστικές αίθουσες βλέπουν τους βιαστές τους να αθωώνονται (περίπτωση ομαδικού βιασμού στην Ξάνθη), ενώ οι ίδιες βρίσκονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου, καλούμενες να αποδείξουν ότι δεν φταίνε οι ίδιες που βιάστηκαν επειδή φορούσαν μία κοντή φούστα, είχαν πιει ή γύριζαν σπίτι αργά το βράδυ», γράφει η ανακοίνωση του συντονισμού φεμινιστικών οργανώσεων-Ανοιχτή Συνέλευση ‘Χωρίς ΣυΝΑΙνεση είναι βιασμός’.
Οι φεμινιστικές οργανώσεις απαιτούν και αποδέχονται μόνο έναν ορισμό: Σεξουαλική πράξη χωρίς συναίνεση αποτελεί ΒΙΑΣΜΟ. Μόνο αυτός ο ορισµός, λένε, συµπεριλαµβάνει όλες τις περιπτώσεις. Και συντασσόμαστε 100% μαζί τους.
Ήδη σήµερα η συντριπτική πλειοψηφία των βιασµών δεν καταγγέλλεται λόγω του τρόπου αντιµετώπισης από τις αρχές και τα δικαστήρια αλλά και τον κοινωνικό περίγυρο, µε πιθανότερη την αθώωση του βιαστή, καθώς ο νόµος ήδη δυσκολεύει πολύ την απόδειξη του εγκλήµατος. Η νέα τροποποίηση ενισχύει την ατιμωρησία των επίδοξων βιαστών, επιδεινώνει το αίσθημα ανασφάλειας στις γυναίκες και (όχι μόνο), επιβαρύνει ακόμα περισσότερο τις πιθανότητες να βρουν το δίκιο τους, ενισχύει την πιθανότητα να υποστούν τη συντριπτική εμπειρία του βιασμού, καθώς και την ανήκεστη βλάβη (σίγουρα ψυχολογική, πιθανότατα και σωματική) που αυτός συνεπάγεται.
Η νομοθεσία πρέπει να αλλάξει προς την αντίθετη κατεύθυνση και να εναρμονιστεί Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, η αλλαγή της νοµοθεσίας δεν αρκεί. Οι φεμινιστικές συλλογικότητες έχουν διατυπώσει μια σειρά από αιτήματα, όπως ιατροδικαστικά κέντρα σε κάθε περιοχή, δοµές υποστήριξης των θυµάτων σε κάθε γειτονιά και πρόσληψη διερμηνέων για τα θύµατα µετανάστριες. Πρέπει επίσης να διεκδικήσουμε αλλαγές στη νοµοθεσία που αποτελούν χρόνια αιτήµατα του φεµινιστικού κινήµατος όπως η προσθήκη στο νόµο ορισµού για την γυναικοκτονία, και για το δικαίωµα των θυµάτων σεξουαλικών επιθέσεων στην αυτοάµυνα.
Τέλος, οι αθωώσεις των βιαστών, όπως και ο φόβος των θυµάτων να καταγγείλουν τον βιασµό, δεν οφείλονται µόνο στο νοµικό πλαίσιο, αλλά και σε ένα πλέγµα σεξιστικών στερεότυπων που είναι ριζωµένα ως αντιλήψεις τόσο στους δικαστές, όσο και σε ολόκληρη την κοινωνία και αναπαράγουν την έµφυλη εκµετάλλευση και καταπίεση. Τα οποία σεξιστικά στερεότυπα δεν είναι καθόλου άσχετα με την πραγματική ανισότητα των φύλων στη σύγχρονη κοινωνία. Στον καπιταλισμό η καταπίεση της γυναίκας είναι διπλή: στη δουλειά, αλλά και στο σπίτι (δουλειές του σπιτιού, ανατροφή και φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων κ.ά.). Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι γυναίκες πληρώνονται λιγότερο, πλήττονται πολύ περισσότερο από την ανεργία και τις ελαστικές σχέσεις εργασίας. Στην Ελλάδα των μνημονίων, εξασθένησαν τα μέτρα προστασίας της μητρότητας, ενώ οι γυναίκες επιβαρύνθηκαν εκτός των άλλων και με την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους, που έπεσε κυρίως στις δικές τους πλάτες. Στην πραγματικότητα, αυτή την ανισότητα φροντίζει να νομιμοποιεί και να διαιωνίζει η σεξιστική ιδεολογία, που αναπαράγεται συνειδητά από όλους τους μηχανισμούς της εξουσίας. Η Αριστερά που αγωνίζεται ενάντια στη φτώχεια και την αδικία οφείλει να βάλει στην καθημερινή ατζέντα της τόσο τη μάχη ενάντια στον σεξισμό όσο και την πάλη για τα δικαιώματα και για ΘΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ υπέρ των γυναικών, που αποτελούν το μισό της εργατικής τάξης. Ένας κόσμος χωρίς αφεντικά, καταπίεση κι εκμετάλλευση δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα χωρίς τη γυναικεία απελευθέρωση.