ΜΙΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΦΙΛΩΤΑ
I. ΤΟ ΚΑΘΕ ΚΑΚΟ ΕΠΙΝΟΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΩΣ ΑΜΑΡΤΙΑ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΑΥΤΗΣ
Γράφει ο Μέγας Αθανάσιος: «Καιρός είναι να λάμψει η αλήθεια που πηγάζει από τη θεολογία της Εκκλησίας. Κι αυτή είναι: το κακό δεν προέρχεται από το Θεό· ούτε υπάρχει μέσα Του ούτε το δημιούργησε από την αρχή ούτε αποτελεί μέρος της φύσης του Θεού. Το δημιούργησαν οι άνθρωποι: έχασαν την έννοια του καλού κι έτσι άρχισαν να φαντάζονται και να δημιουργούν, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους, κι αυτά που δεν έφτιαξε ο Θεός. Συμβαίνει ό,τι και με τον ήλιο· ενώ φέγγει και φωτίζει όλη τη γη με τη λαμπρότητά του, αν εμείς κλείσουμε τα μάτια, νομίζουμε ότι είμαστε στο σκοτάδι, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει· κι έτσι περπατάμε σαν τυφλοί στο σκοτάδι, πέφτουμε κάτω και βαδίζουμε στο γκρεμό· νομίζουμε ότι δεν υπάρχει φως αλλά σκοτάδι. Νομίζουμε ότι βλέπουμε, ενώ δεν βλέπουμε καθόλου. Έτσι έκανε και η ψυχή των ανθρώπων. Σφράγισε τα μάτια με τα οποία μπορεί να βλέπει το Θεό και επινόησε μέσα της το κακό μέσα στο οποίο κινείται. Νομίζει ότι κάνει κάτι, ενώ δεν κάνει τίποτε. Διότι φαντάζεται πράγματα ανύπαρκτα. Η ψυχή δεν είναι όπως την δημιούργησε ο Θεός αλλά φαίνεται όπως η ίδια κατάντησε τον εαυτόν της. Την δημιούργησε ο Θεός για να Τον βλέπει και να την φωτίζει. Εκείνη όμως προτίμησε στη θέση του Θεού (να βάλει) τα φθαρτά και το σκοτάδι, όπως λέει και το Άγιο Πνεύμα στην Αγία Γραφή: «ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο απλό· εκείνος όμως διανοείται πολλούς ψευδείς λογισμούς». Έτσι, λοιπόν, από την αρχή προέκυψε και διαμορφώθηκε η εφεύρεση και η επινόηση της κακίας». Αυτή όμως δεν είναι η ρίζα όχι μόνο της ειδωλολατρίας αλλά και κάθε αιρέσεως που προέκυψε αργότερα!
II. ΜΕ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΕΠΙΝΟΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ Η ΑΙΡΕΣΙΣ
Η ψυχή αφού, λοιπόν, άλλαξε κατεύθυνση και λησμόνησε ότι είναι πλασμένη κατ’ εικόνα του αγαθού Θεού, έφτασε στο σημείο να μην μπορεί να δει με τη δική της δύναμη τον Λόγο του Θεού, σύμφωνα με τον οποίο πλάστηκε. Βγήκε έξω από το δημιουργικό σκοπό της και επινοεί και φαντάζεται τα ανύπαρκτα, και με αυτό τον τρόπο προκύπτει η ειδωλολατρεία. Ωστόσο, επειδή με τη μαυρίλα των σωματικών επιθυμιών λέρωσε τον εσωτερικό της καθρέφτη, στον οποίο μπορεί ν’ αντικατοπτριστεί η εικόνα του Θεού Πατέρα δεν άρχισε μόνο να φαντάζεται τα μη όντα ως όντα αλλά άρχισε και να συγχέει την ορθή αντίληψη περί Θεού με εσφαλμένες κρίσεις από “ψυχικούς λογισμούς”, δηλαδή, σκέψεις ανακατεμένες με παραστάσεις από την φαντασία. Από την πονηρά αυτή ρίζα η ψυχή που δεν καθάρθηκε από τα πάθη, μολονότι ο Ιατρός και Σωτήρας προσέφερε τα μέσα, επειδή δεν έμαθε να αποστρέφεται τους εμπαθείς ψυχικούς λογισμούς, γέννησε και την αίρεση! Αυτό έγινε στην εκκλησιαστική ιστορία του παρελθόντος όταν εκκλησιαστικοί άνδρες θέλησαν να εξηγήσουν ανθρωπομορφικά και διανοητικά όχι μόνο την σχέση των τριών Θείων Υποστάσεων στην Αγία Τριάδα αλλά και την σχέση των δύο φύσεων της Θείας και της ανθρώπινης που ενώθηκαν στην υπόσταση του Λόγου που προσέλαβε την ανθρωπότητά μας. Δεν φρόντισαν να αποκτήσουν τον φωτισμό για να βλέπουν ορθώς για να διακρίνουν. Έτσι δεν διέκριναν την ουσία από τις υποστάσεις στην Αγία Τριάδα ούτε και τις φύσεις από την υπόσταση στον Χριστό. Αργότερα, άλλοι αιρετικοί δεν διέκριναν την φύση του Θεού από τις άκτιστες ενέργειες Του που πηγάζουν από την άκτιστη ουσία του Θεού, οι οποίες βέβαια θεώνουν μαζί με την ψυχή και το παθητικό της ψυχής που συμμετέχει ενώνοντας την ψυχή με το σώμα και έτσι συν δοξάζεται κατά Χάριν και αυτό. Γι’ αυτό και έχουμε και άφθορα σκηνώματα αγίων και άγια λείψανά τους. Όπως τότε, έτσι και τώρα, οι αιρετικοί μη φτάνοντας στον φωτισμό δια της καθάρσεως δεν διακρίνουν την ευσέβεια από την κακοδοξία, και την ενότητα της Πίστεως ως κοινωνία του Αγίου Πνεύματος από τον αμαρτωλό και πονηρό συνεταιρισμό των αιρετικών και αλλοθρήσκων μετά των “ορθοδόξων” στο παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ως παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας στην βάση της φιλίας του κόσμου τούτου που «ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» (Α’ Ιωαν. 5,19). Γι’ αυτό η ψυχή τους δεν μπορεί να δει μέσα της αυτά που πρέπει. Αποσπάται δια της φαντασίας σε κάθε τι άλλο που αρέσκονται εκ της πλάνης και βλέπουν μόνον εκείνα που γίνονται αντιληπτά με τις χονδροειδείς σωματικές αισθήσεις τους. Είναι δυνατόν όμως ο μεταπτωτικός άνθρωπος που δεν καθάρθηκε με την ορθόδοξη άσκηση, και έτσι δια της προσευχής και των Αγίων Μυστηρίων μετέχοντας σε αυτά αξίως, με προϋποθέσεις, να φτάσει στον φωτισμό, όταν ούτε καν ακόμη γνωρίζει εκ πείρας την οδό προς το άκτιστο φως; Και πώς μπορεί σε αυτή την κατάσταση να αποφαίνεται για θέματα Πίστεως, όταν ούτε καν ακολουθεί τους προγενέστερους Αγίους Πατέρες, ώστε, αφού είναι άμοιρος φωτισμού, τουλάχιστον, να υπακούει στην εκκλησιαστική Παράδοση και να καθίσταται πιστός στην Παρακαταθήκη που αυτοί μας εμπιστεύθηκαν; Όσοι λοιπόν ενεργούν χωρίς την υπακοή στην Πίστη που διετράνωσαν με την ερμηνεία της Θείας Αποκαλύψεως οι Άγιοι μέσα στην ζώσα Παράδοση, την οποία κατευθύνει εν Χάριτι ο Παράκλητος που συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας, δεν είναι «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι» όχι μόνο στον τρόπο της θεώσεως αλλά ούτε καν στην εξ ακοής διδασκαλία της Πίστεως που τουλάχιστον όφειλαν, γι’ αυτό και δεν είναι άξιοι να είναι “θρόνων διάδοχοι”!
III. H ΘΕΟΜΗΤΩΡ ΜΕΘΟΡΙΟ ΚΤΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΠΟΥ ΦΑΝΕΡΩΝΕΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Γι’ αὐτὸ κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ ἁγία ἀναφορὰ προσφέρουμε τὴν θυσία ὑπὲρ πάντων τῶν ἁγίων, ἐξαιρέτως ὅμως, ὑπὲρ τῆς Παναγίας Ἀχράντου. Μὲ τὸ μυστήριο αὐτὸ τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία γίνεται Θεοτόκος Μητέρα. Ὁ Παράκλητος κατέρχεται σ’ Αὐτὴν καὶ στὰ τίμια δώρα Της. Μυστηριακὰ συλλαμβάνεται ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, γεννᾶται ὁ Ἄχρονος καὶ προσφέρεται ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. Καὶ ἐπειδὴ ἀπὸ τὰ πανάχραντα σπλάχνα τῆς Θεομήτορος πλάσθηκε τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Δεσπότου, σὲ κάθε Θεία λειτουργία ἡ Κυρία Θεοτόκος γίνεται «ὁ φροντιστὴς καὶ ὁ γενναιόδωρος ἑστιάτωρ τῆς Θείας καὶ θεοποιοῦ τροφῆς…καὶ ὅλων τῶν ἀκτίστων δωρεῶν τοῦ θείου Πνεύματος». Τὸ ὅτι στὴν θεία λατρεία κατανοοῦμε τὴν μοναδικὴ θέση τῆς Παναγίας στὸ ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας μυσταγωγούμενοι ἐν Πνεύματι Ἁγίω διαπιστώνεται καὶ ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία. Τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς φτάνει νὰ ἀποδείξει, πέρα τῶν ἄλλων εἰκόνων, ἡ παράσταση τῆς Πλατυτέρας μὲ τὰ χέρια ἀνοιχτὰ καὶ ὑψωμένα σὲ δέηση, ἔχοντας τὸ Θεῖο βρέφος -θεολογικότερα- στὸ μέρος τῆς κοιλιᾶς ἐντὸς κύκλου, στὴν περίοπτη θέση τῆς κόγχης τοῦ ἁγίου Βήματος ἀπέναντι καὶ πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα τοῦ Τρούλλου. Ἐφ’ ὅσον ὁ ἱερὸς ναὸς κατανοεῖται ὡς ἕνας μικρόκοσμος τοῦ Βασιλείου τοῦ Θεοῦ, καὶ δὲν εἶναι παρὰ εἰκόνα τοῦ ἀχειροποιήτου ποὺ ἐκφράζεται ὡς «ἐπίγειος οὐρανὸς ἐν ᾧ ὁ ἐπουράνιος Θεὸς ἐνοικεῖ καὶ ἐμπεριπατεῖ», ἡ Κεχαριτωμένη βρίσκεται ἀνάμεσα στὸν οὐρανὸ τοῦ τρούλλου καὶ στὴ γῆ ποὺ συμβολίζουν τὰ κλήτη, ἐνσαρκώνοντας τὸν Θεὸ ὡς μεθόριο κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως. Εἶναι αὐτὴ ποὺ ἑνώνει τὰ διεστῶτα ὡς «κλίμαξ δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός» ἀλλὰ καὶ ὡς «γέφυρα ἡ μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν». Ἔτσι «ὁ ναὸς βιώνεται καὶ γίνεται ἀντιληπτὸς ὡς Σύναξη (sobor), ὡς συνάντηση τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὴ γῆ ἐν Χριστῷ καὶ ὅλη τὴ δημιουργία, πράγμα ποὺ συνιστᾶ τὴν οὐσία καὶ τὸν σκοπὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, τὸ σχῆμα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ κτηρίου καὶ ἡ εἰκονογραφία του ἀποτελοῦν τὸν ἀψευδῆ μάρτυρα τοῦ ἐν λόγῳ γεγονότος. Ἡ μορφή – ὁ ναὸς ὡς ὀργάνωση χώρου – ἐκφράζει οὐσιαστικὰ τὴν ἴδια σχέση,τὴν ἴδια διαλογικὴ δομή». Σ’ αὐτὴ τὴ διαλογικὴ σχέση ἐντάσσεται καὶ τὸ εἰκονοστάσι (τὸ τέμπλο) πιὸ μπροστὰ καὶ κάτω ἀπὸ τὴν Πλατυτέρα έχοντας και αυτό από την μια μεριά την Μητέρα του Θεού και από την άλλη «τον σαρκωθέντα εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου». Ξεκίνησε «ὄχι γιὰ νὰ χωρίζει ἀλλὰ γιὰ νὰ ἑνώνει. Συνεπώς, διαλογική σχέση μεταξύ γης και Ουρανού εκφράζει η ίδια η Κυρία Θεοτόκος.Ἔτσι τὸ εἰκονοστάσι προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τοῦ ναοῦ ὡς οὐρανοῦ ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς ἐπιβεβαίωση τοῦ γεγονότος ὅτι “ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν”!
IV. Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΣΤΟΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟ ΧΡΟΝΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ
Μέσα εις τήν εκκλησίαν συναθροίζονται οι Χριστιανοί δια να αναπέμψωσι τας προς Αυτόν δεήσεις των με το ήθος, τον αγώνα για καθαρότητα αλλά και τον τρόπο της Θεογνωσίας της Θεοτόκου κι όχι στασιάζοντας εξτρεμιστικά εις την Πίστιν. “Η Eκκλησία, ως ένα παλάτιον όπου είναι του Θεού, είναι στολισμένη και πεποικιλμένη με τας αγίας εικόνας. Η αγιογραφία μαζί με τας άλλας Ιεράς τέχνας εργάζεται διά την ευπρέπειαν του οίκου Του, σκεπάζοντας τους τοίχους, τους θόλους, τας καμάρας, τα εικονοστάσια, με μίαν λαμπράν στολήν, οπού παριστάνει τον ουράνιον κόσμον, με τους Αρχαγγέλους και τας άλλας ασωμάτους Δυνάμεις, έχοντας εις την μέσην τον Παντοκράτορα, μαζί με τον επίγειον ηγιασμένον χορόν, ήγουν τους Προφήτας, τους Δικαίους, τους Αποστόλους, τους Μάρτυρας, τους Ιεράρχας, τους Ομολογητάς, τους Οσίους. Με ένα λόγον, ο εικονογραφικός διάκοσμος της εκκλησίας περιλαμβάνει όλους εκείνους οπού συγκροτούν την Έκκλησίαν, από τον Χριστόν, «ος έστι κεφαλή της Εκκλησίας» και είναι ιστορημένος εις την κορυφήν του τρούλλου, μέχρι των Μαρτύρων και Οσίων, οπού ήσαν άνθρωποι ωσάν, εμάς, αλλά οπού ηγίασαν διά του μαρτυρίου και διά της ασκήσεως, και ζωγραφίζονται εις την χαμηλοτέραν ζώνην, ολίγον υψηλότερον από το δάπεδον του ναού, οπού ίστανται οι πιστοί, προσκυνούντες τας εικόνας αυτών” (Φ. Κόντογλου, «ΕΚΦΡΑΣΙΣ», τ. Α΄, σ. 94-95). Οι Άγιοι είναι τα πρότυπά μας επειδή κράτησαν την Πίστη με την ομολογία και με την αγία ζωή τους. Όταν οι ψυχές μας θα εξέλθουν από το φθαρτό και παθητό αυτό σώμα με το οποίο εργαστήκαμε είτε τα έργα του Θεού είτε τα αμαρτωλά μας έργα η έκφασις του προσώπου της ψυχής μας θα αποκαλύψει σε ποιόν δουλέψαμε και τίνος υιοί είμαστε. Η Εκκλησία είναι «η κοινωνία των λογικών και νοερών όντων με τον Θεό », το σώμα τον πιστών που αποδέχεται την Θεότητα του Ιησού Χριστού από την Ναζαρετ. Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει ότι «η Εκκλησία είναι τύπος και εικόνα του Θεού, επειδή έχει το ίδιο με Αυτόν έργο» ήτοι οδηγεί στην σωτηρία και όχι στην πλάνη και της αίρεση και δι’ αυτών στην απώλεια. Όπως ο Θεός συγκροτεί και συνέχει όλα τα στοιχεία της φύσης και δημιουργεί έναν κόσμο πλήρους αρμονίας και απροσμέτρητου κάλλους, έτσι και η Εκκλησία ενώνει τους αμέτρητους και μυριάδες ανθρώπους υπό την βλέψη του Παντοδύναμου σε ένα κλίμα αγάπης που πηγάζει όμως από την ενότητα της Καθολικής Πίστεως της Εκκλησίας. Η ενότητα και η ειρήνη που προσφέρει ο Θεός βασίζονται στην Πίστη. «Έτσι όλοι οι άνθρωποι ενώνονται και συμφύονται μέσα στην μία απλή και αδιαίρετη χάριν της Πίστεως ». Η Εκκλησία είναι η ίδια η κοινωνία Θεού και ανθρώπου και όχι απλώς ένας θεσμός και ένα μέσον που οδηγεί στην μέθεξη του Θεού. Βεβαίως, και η Εκκλησία έχει την θεσμική της πλευρά, αλλά δεν εξαντλείται ο ορισμός της σε αυτή.
V. Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕΩΣ ΙΣΤΟΡΟΥΜΕΝΗ
Ἡ Εἰκόνα εἶναι μιὰ μαρτυρία, ἢ ἀκόμη καλύτερα μιὰ συνέπεια τῆς ἕνωσης τοῦ άκτιστου θείου μὲ τὸ πεπερασμένο ἀνθρώπινο, τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὴ γῆ, του αϊδίου και αθανάτου με το ιστορικό και αρχικά θνητό και κατεπώθη στην συνέχεια ποὺ συντελέσθηκε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ σε δεδομένο χρόνο, γι’ αυτό και ο Ιησούς υπήρξε αναμφισβήτητα ιστορικό πρόσωπο που έτεμε, μάλιστα, την ιστορία στις δύο π.Χ. και μ.Χ. εποχές.Ὅλες οἱ εἰκόνες του Χριστού εἶναι οὐσιαστικὰ εἰκόνες τῆς σάρκωσης που μαρτυρείται από τους Αποστόλους και Ευαγγελιστές: «Ὁ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν,
VI. Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΘΡΙΑΜΒΕΥΟΥΣΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΗ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟ ΕΙΔΟΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥΣ
O Άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας θα γράψει: “Τετύχηκε πρώτου, ὅτι δύναμιν ἐδέξατο πρὸς αὐτά. Καὶ γὰρ ἔλαβεν «ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι», καὶ τοῦτο κοινόν ἐστι δῶρον Χριστιανοῖς ἅπασι διὰ τοῦ θανάτου ἡμῖν γενόμενον τοῦ Σωτῆρος. Τοῦτο γάρ ἐστι τὸ βάπτισμα τὸ θεῖον καὶ τὰ ἄλλα μυστήρια δι᾿ ὧν εἰσποιούμεθα τῷ Θεῷ, καὶ βασιλείας οὐρανῶν γινόμεθα κληρονόμοι. Ἔπειτα καὶ αὐτῆς ἐκληρονόμησεν ἐνεργείᾳ τῆς βασιλείας ἐν μυρίοις τῶν ἑαυτῆς χορευτῶν, οὓς ἀποικίαν ἀπέστειλεν εἰς τὸν οὐρανόν, οὓς«Ἐκκλησίαν πρωτοτόκων ἀπογεγραμμένων ἐν οὐρανοῖς» ὁ μακάριος Παῦλος ἐκάλεσεν. Οὕτω μὲν οὖν τῶν μεγάλων τούτων ἡ Ἐκκλησία τετύχηκε ἀγαθῶν. Διὰ δὲ τοὺς ἔτι τρέχοντας τῶν τέκνων αὐτῆς ἐπὶ τὸ βραβεῖον, καὶ ἁπλῶς τοὺς ἐν τῷ βίῳ ζῶντας, ὧν τὸ πέρας ἄδηλον καὶ τοὺς ἀπελθόντας, οὐ μετὰ πάνυ χρηστῶν καὶ βεβαίων ἐλπίδων τῆς βασιλείας οὔπω τετύχηκε. Τούτου χάριν μέμνηται μὲν τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου, μέμνηται δὲ καὶ τῶν τελειωθέντων ἁγίων· μέμνηται δὲ τῶν μήπω τελείων, ὑπὲρ μὲν ἐκείνων εὐχαριστοῦσα, ὑπὲρ δὲ τούτων ἱκετεύουσα. Ὥστε τὰ μὲν πρῶτα τῆς προσαγωγῆς, καὶ ἔτι τὰ δεύτερα χαριστήρια, τὰ δὲ μετ᾿ ἐκεῖνα ἱκέσια εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου, εἰς δόξαν τῆς μακαρίας αὐτοῦ Μητρός, εἰς πρεσβείαν τῶν ἁγίων. Εὐχαριστοῦμεν, φησίν, ὅτι τῷ θανάτῳ σου τὰς τῆς ζωῆς πύλας ἡμῖν ἀνέῳξας, ὅτι Μητέρα παρ᾿ ἡμῶν ἔλαβες, ὅτι τοσαύτης δόξης παρ᾿ ἡμῶν ἔτυχεν ἄνθρωπος, ὅτι πρεσβευτὰς ἔχομεν ὁμοφύλους, καὶ τοῖς ὁμογενέσιν ἡμῶν τοσαύτης μετέδωκας παρρησίας. Τὸ γὰρ «εἰς δόξαν» καὶ «εἰς πρεσβείαν», τοῦτό ἐστι τὸ ἕνεκα τῆς δόξης καὶ τῆς πρεσβείας ὥσπερ καὶ τὸ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» ταὐτόν ἐστι τῷ ἕνεκα τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν. Τὸ δὲ «ἕνεκά τινος» διττὴν ἔχει τὴν σημασίαν· ἢ γὰρ ἕνεκα παρόντος ἢ ἕνεκα ἐλπιζομένου. Τὴν δὲ τῆς μακαρίας Παρθένου δόξαν καὶ τὴν τῶν ἁγίων πρεσβείαν καὶ παρρησίαν, τίς οὐκ οἶδεν ὅτι παρόντα ἐστὶν ἀγαθά; Τὸ δὲ παρόντων ἀγαθῶν χάριν δῶρα προσάγειν, οὐδὲν ἕτερον ἢ εὐχαριστία σαφής. Ἔτι δὲ καὶ τὸ «εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου» διὰ τῶν ἔμπροσθεν εἰρημένων ἐγένετο δῆλον, ἀμοιβήν τινα πρὸς αὐτὸν τοῦ θανάτου αὐτοῦ καὶ εὐχαριστίαν σημαῖνον. Διὰ τοῦτο γὰρ πρὸ πάντων ἐν τῇ προσαγωγῇ τῶν δώρων, ταῦτα λέγεται τὰ ῥήματα, ὅτι ὁ θάνατος ἐκεῖνοςαἴτιος ἐγένετο τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων ἡμῖν. Ὕστατα δὲ πάντων ποιεῖται τὴν ἱκεσίαν, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ψυχῶν ἀνάπαυσιν καὶ τὰ τοιαῦτα αἰτούμενος.Τοῦτο γὰρ εὐγνωμοσύνης τῷ Θεῷ ἐντυγχάνοντας μὴ τὴν χρείαν εὐθὺς λέγειν, μηδὲ εἴ τι ἐλλεῖπον ζητεῖν· ἀλλὰ μᾶλλον ὧν ἤδη λαβόντες ἔχομεν πρῶτον μεμνημένους εὐχαριστεῖν καὶ δοξολογεῖν, καὶ οὕτω πρὸ τῶν ἀναγκαίων ἡμῖν τὴν τοῦΘεοῦ ποιεῖσθαι δόξαν”.
VII. ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Οἱ ἅγιοι Πατέρες στὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας βλέπουν τὴν Ἐκκλησία. Ἢ μήπως μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ Θεοτόκος εἶναι τύπος καὶ εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε μέσα ἀπὸ τὴν λατρεία καὶ τὶς συνάξεις νὰ «θεωροῦμε» καὶ νὰ συνειδητοποιοῦμε τὸν ρόλο καὶ τὴν ὑπεροχή της; Ποιά εἶναι ἡ γυναῖκα ἡ περιβεβλημένη τὸν ἥλιο ποὺ ἀναφέρει ἡ Ἀποκάλυψη; Ἂν Κτίστης καὶ κτίσις δὲν ἐνώνονταν καθ’ ὑπόστασιν, πῶς θά ἀνακεφαλαιώνονταν τὰ οὐράνια καὶ τὰ ἐπίγεια; Όμως αὐτὴ η συνάφεια τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μὲ τὸν Θεὸ ἔγινε μὲ τὴ συγκατάθεση τῆς ἁγίας Παρθένου, στὴν ὁποία ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα δημιούργησε στα σπλάχνα της γιὰ τὸν ἑαυτό Του σάρκα μὲ ψυχὴ λογικὴ καὶ νοερά, τὴν πιὸ ἐκλεκτὴ ἐκπροσώπηση τοῦ γένους μας, ὄχι σπερματικῶς ἀλλὰ δημιουργικῶς, μὲ τὴ συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι ἡ Παρθενομήτωρ κατέστη μεθόριο κτιστῆς καὶ ἀκτίστου φύσεως καὶ χώρα τοῦ ἀχωρήτου. Ἡ Παρθένος κατὰ ἕνα πρωτοφανῆ καὶ ἀπερίγραπτο τρόπο, περιέλαβε μέσα της Αὐτὸν ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ χωρέσει κανένας τόπος, οὕτε καί ὅλος ὁ τόπος. Καὶ δὲ δέχτηκε μέσα της ἀπλῶς κάποια θεία λαμπρότητα καὶ δόξα, ἀλλὰ τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ. Ὅσο λοιπὸν φανερώτερα ἐνώθηκε ὁ Θεὸς μὲ τὴν Παρθένο, παρὰ μὲ τὰ Χερουβείμ –κι ἡ διαφορὰ εἶναι τόσο μεγάλη, ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ οὔτε νὰ περιγραφεῖ- τόσο ἁγιώτερη και ἱερώτερη εἶναι ἡ Παρθένος. Ὀρθὰ, λοιπόν καὶ δίκαια ἔγραψε ὁ ἅγιος Νικόδημος καὶ Ἀγιορείτης, «ὅτι ὄχι μόνο ὅλος ὁ κόσμος, νοητὸς καὶ αἰσθητός, ἔγινε γι’ αὐτόν τὸν σκοπό, δηλαδὴ γιὰ τὴν Κυρία Θεοτόκο, καὶ ἡ Κυρία Θεοτόκος ἔγινε πάλι γιὰ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ἀλλὰ καὶ ὅτι ὅλος ὁ νοητὸς καὶ αἰσθητὸς κόσμος γιά τὸν σκοπὸ αὐτὸν προέγνωρίσθη ἀπ’ αἰῶνος καὶ προορίσθη». Περὶ αὐτῆς ἔχει γραφτεῖ·«τοῦτο ἔστὶ τὸ ἐσφραγισμένον βιβλίον, καὶ αὔτη ἡ πύλη κεκλεισμένη ἔσται, καὶ οὐδεὶς οὐ μὴ διέλθῃ δι’ αὐτῆς». Αὐτὴν ὡς ὄντος ἐκλεκτὴ ἐκλεκτῶν καὶ σκεῦος ἄμωμον καὶ ἀμόλυντο, ἄξιο νὰ χωρέσει καὶ νὰ συνεργασθεῖ μὲ τὴ Θεανδρικὴ ὑπόσταση προορίζει ὁ Θεὸς πρὸ αἰώνων, τὴν ἐκλέγει ἀνάμεσα στοὺς ἀπὸ τῶν αἰώνων, καὶ τὴν ἀξιώνει περισσότερη ἀπ’ ὅλους χάρη, ἀφοῦ τὴν κατέστησε ἅγια τῶν ἁγίων, δεχόμενός την σύσκηνη καὶ σύνοικη ἀπὸ παιδὶ ἀκόμη. Τὴν ἐκλέγει δὲ ὄχι ἀπλῶς ἀπὸ τοὺς πολλούς, ἀλλὰ ἀπὸ τοὺς ἀνέκαθεν ἐκλελεγμένους καὶ θαυμαστοὺς καὶ περιβοήτους γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴ σύνεση, γιὰ τὰ θεοφιλῆ καὶ κοινωφελῆ μαζί ἤθη καὶ λόγια καὶ ἔργα.
VIII. Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΩΣ ΣΥΝΟΔΟΣ ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΑΙ ΓΗΣ
Ας μην λησμονούμε, λοιπόν, ότι αυτό που είναι η Εκκλησία αποκαλύπτεται στην Θεία Λειτουργία όχι μόνο ως Θεοφάνεια Τριασική, ή ως ανακεφαλαίωσις όλου του έργου της Θείας Οικονομίας αλλά και ως Σύνοδος Ουρανού και γης. Ὁ Κύριος εἶναι «ὁ πᾶσαν ἐκκλησιάζων τήν κτίσιν». Ἡ παρουσία του συγκαλεῖ, συνάγει τά πάντα. Σέ κάθε Θεία Λειτουργία μαζί μέ τόν Χριστό εἶναι παροῦσα καί ὃλη ἡ Ἐκκλησία( ἡ ἐπίγεια ἢ στρατευομένη καί ἡ οὐράνια ἢ θριαμβεύουσα), ἀλλά καί ὅλη ἡ κτίση . Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος καί ἄλλοι Πατέρες ὀνομάζουν τή θεία Λειτουργία σύνοδο, ἐπειδή ὅλοι μαζί ἑνωμένοι συμπορευόμαστε πρός τόν Θεό. Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης λέγει ότι “ο ναός είναι η εικών της Θείας Εκκλησίας και παριστάνει ό,τι υπάρχει εις την γην, ό,τι υπάρχει εις τον ουρανόν και ό,τι υπάρχει υπεράνω του ουρανού”. Πραγματικά, «μέσα σὲ μιὰ (βυζαντινή) ἐκκλησία σὲ κάθε στιγμή, ἀκόμη καὶ χωρὶς τὴν λειτουργία, τὰ πάντα βρίσκονται σὲ μιὰν ἀναμονὴ τῶν Θείων Μυστηρίων, στὴν ἀναμονὴ τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ τόσο ἰσχυρὴ αἴσθηση ἀδιάκοπης ζωῆς προέρχεται ἀπὸ αὐτὲς τὶς τείνουσες πρὸς τὴ λειτουργικὴ ζωὴ παρουσίες. Καὶ ὅταν ἐκτυλίσσεται ἡ λειτουργία ποὺ ἀναπαριστάνει αὐτὴν ποὺ οἱ ἄγγελοι ἀδιάκοπα τελοῦν στὸν οὐρανὸ γύρω ἀπὸ τὸν Θεό, ἡ ἐκκλησία παίρνει ὅλη τὴ μυστική της σημασία (αὐτὸ τὸ ἐν μυστηρίῳ ποὺ ἀναφέραμε). Κάτω ἀπὸ τὸ ἀχνό φῶς τῶν κεριῶν καὶ τῶν καντηλιῶν, τυλιγμένη μέσα στοὺς καπνοὺς καὶ τὶς εὐωδιὲς τοῦ θυμιάματος, βυθισμένη στὶς ὑμνωδίες, γεμάτη ἀπὸ τὶς θεῖες παρουσίες ποὺ οἱ εἰκόνες ἁπλώνουν πάνω στοὺς θόλους καὶ τοὺς τοίχους της, δίνει στοὺς ἀγάλοντες πιστοὺς ἐκ τῶν προτέρων τὸ ὅραμα τοῦ Βασιλείου τοῦ Θεοῦ, πρὸς τὸ ὁποῖο τείνει ἡ ψυχή τους». Ἡ λειτουργία λοιπὸν ὡς ἐμπειρία τοῦ οὐρανοῦ ἐπὶ γῆς, ὡς κοινωνία μὲ τὶς οὐράνιες πραγματικότητες καὶ ὡς γνώση αὐτῶν, ὡς πράξη ἀγάπης καὶ λατρείας, εἶναι αὐτὴ ποὺ σταδιακὰ ἀποκάλυψε τὴ μοναδικὴ θέση τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ στὴν Οἰκονομία τῆς σωτηρίας καὶ τὸ μυστήριο τοῦ «μέλλοντος αἰῶνος». Ἡ Παναγία, αν και δὲν ἀποτελεῖ μέρος τοῦ κηρύγματος τῆς Ἐκκλησίας, περιεχόμενο τοῦ ὁποίου εἶναι μόνο ὁ Χριστός, εἶναι όμως τὸ βαθύτερο μυστικὸ τῆς Ἐκκλησίας ποὺ φανερώνεται ὡς κοινωνία μὲ τὸν Χριστό. Ὅταν ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει· «ἀπὸ τὰ δόγματα καὶ τὰ κηρύγματα ποὺ ἔχουν φυλαχτεῖ μέσα στὴν Ἐκκλησία ἄλλα τὰ ἔχουμε παραλάβει ἀπὸ γραπτὴ διδασκαλία καὶ ἄλλα μᾶς μεταδόθηκαν ἀπὸ τὴν παράδοση τῶν Ἀποστόλων καὶ τὰ ἔχουμε ἀποδεχθεῖ ἐν μυστηρίῳ» τούτη ἡ μαρτυρία, μάλιστα ἡ φράση «ἐν μυστηρίῳ» ἐκφράζει αὐτήν ἀκριβῶς τὴν πραγματικότητα.
IX. Η ΔΙΗΚΟΥΣΑ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΜΕΝΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΑΣ ΑΠΟ ΟΣΑ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΑΝΑΦΕΡΘΗΚΑΝ ΣΤΑ ΔΕΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ
Ξεκινήσαμε την διαπραγμάτευση του Εκκλησιολογικού Όρου των διαλλαγών προς ενότητα των αληθινά ορθοδόξων από το αφετηριακό σημείο, τί είναι η Εκκλησία (ταυτότητα της Εκκλησίας) και φθάσαμε στην θέση της Θεοτόκου ως σύνορο Ουρανού και γης (μεθόριο κτιστής και ακτίστου φύσεως). Επισημάναμε την αποστολή της Εκκλησίας όχι μόνο σωτηριολογικώς αλλά και ως προς την προοπτική του ανθρώπου που είναι η θέωσις και είδαμε ότι δεν μπορεί να είναι αυτή εφικτή όταν δεν υπάρχει ο αγώνας προς διάβαση της νοεράς Οδού που άνοιξε η Κυρία Θεοτόκος. Επίσης, το να κρατούμε την ομολογία της Πίστεως, πολύ δε περισσότερο, το να μην αλλοτριωνόμαστε ως προς της εξ ακοής Πίστη της Εκκλησίας που έχει συγκεκριμένο δογματικό περιεχόμενο, όταν έχει παρεισφρήσει αίρεσις, όπως στον καιρό μας με τον Οικουμενισμό δεν διασφαλίζεται, αν δεν βρισκόμαστε στον αγώνα προς την κάθαρση και τον φωτισμό. Γιατί η «ἐν μυστηρίῳ» διαφύλαξις των δογμάτων γίνεται όταν έχουμε πνευματική αίσθηση της πίστεως που είναι η νοερά μας όραση για να μπορούμε να διακρίνουμε. Την ορθή δόξα (γνώμη) για την την Πίστη την αποκτά κανείς κυρίως ως νοερά αίσθηση με βεβαιότητα ότι ορθοτομεί εν Πνεύματι Αγίῳ από την εμπειρία της θεοπτίας ή τουλάχιστον πάνω στον αγώνα κατά την πορεία από την κάθαρση προς τον φωτισμό. Σ’ αυτή την περίπτωση περνά ο ελαμπόμενος από την εξ ακοής πίστη στην ενυπόστατη πίστη· «Ἔστι δὲ πίστις ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων» (Εβρ,11,1). Η πίστη πλέον ως εμπειρία αποτελεί την δογματική συνείδηση που εκφράζει αλλά και εκφράζεται από τον κανόνα της αληθείας στην Εκκλησία. Εδώ υπάρχει ο τρόπος διασφάλισης της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Και αυτή είναι μιά ακόμη Χάρις που κατέχει η Εκκλησία δια της Θεοτόκου. Συνεπώς, η Παναγία μας με τον τρόπο της γίνεται κριτήριο Ορθοδοξίας. Και όταν πληροφορεί τις καρδιές των πιστών με νοερά αίσθηση να αντιλαμβάνονται πότε οι εκκλησιαστικοί τους ταγοί και σε ποια σημεία εξωκείλουν από την Παράδοση της Εκκλησίας ήτοι την ίδια την Εκκλησία αλλά ακόμη και αισθητά να πληροφορεί ότι έρχονται οι εχθροί της και οι εχθροί του Υιού της παρέχει και την δυνατότητα υπεράσπισης της Πίστεως που είναι υποχρέωση του κάθε Χριστιανού όπως είναι θεσμοθετημένο από την Παράδοση και με τα παραδείγματα των αγίων και ομολογητών και με τους ιερούς κανόνες. Προηγείται, λοιπόν, από κάθε τι άλλο η Πίστη που μας διασφαλίζει την Χάρι δια της οποίας σωζόμαστε και αγιαζόμαστε και μετέχουμε των Αγίων Μυστηρίων. Αν χάσουμε την Χάρι η Εκκλησία γίνεται μια οργάνωση που λειτουργεί ανθρωποκεντρικά χωρίς να παρέχει την Σωτηρία!
X. ΣΕ ΠΟΙΑ ΒΑΣΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΕΙ ΜΙΑ ΑΓΙΑ ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Τονίσαμε όμως ότι η Εκκλησία δεν έχει μόνο κληρικούς διακόνους, ιερείς και αρχιερείς αλλά έχει και τους λαϊκούς. Στο Σώμα του Χριστού οι κληρικοί και λαϊκοί μετέχουν έχοντας διαφορετικά χαρίσματα, επομένως και διακριτές λειτουργίες ως προς τους ρόλους ενός εκάστου των μελών Του στην διακονία του έργου της Εκκλησίας. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπολείπονται στην ευθύνη διαφυλάξεως της παρακαταθήκης της Πίστεως με σαφές και συγκεκριμένο δογματικό περιεχόμενο, όπως μας παραδόθηκε από τους Αγίους και που οριοθετείται ορθοδόξως δια των Αγίων Συνόδων και με την Άγιο-Γραφική και Άγιο-Πατερική διδασκαλία. Διότι με το να είναι ο λαός του Θεού, το Χριστεπώνυμο πλήρωμα εκείνο που κατ’ εξοχήν αποτελεί τον Φύλακα της Ορθοδοξίας, όπως μας κληροδοτήθηκε από τους Αγίους μέσα στην Εκκλησιαστική Παράδοση, γι’ αυτό και είναι αυτός που αναγνωρίζει ως ορθόδοξες και αυθεντικές τις Συνόδους που συγκροτούνται. Οι επίσκοποι στέκονται εις τύπον και τόπον Χριστού όταν όμως και μόνο όταν εκφράζουν την καθολική Πίστη της Εκκλησίας. Κανόνας Πίστεως είναι ότι πάντοτε, πανταχού και υπό πάντων επιστεύθη, όπως είναι διατυπωμένο στους όρους της Πίστεως. Η Εκκλησιαστική, πάλι, Παράδοση είναι ο τρόπος της ομολογίας που διαφυλάχθηκε ακέραιη η εξ ακοής Πίστη ως μοναδική δυνατότητα Θεογνωσίας στην πορεία από την κάθαρση προς τον φωτισμό και από τον φωτισμό προς την θέωση. Η στέρησις της Χάριτος ένεκα αιρέσεως επειδή διακόπτει την κοινωνία μας με τον Θεό, μας στερεί όχι μόνο την δυνατότητα της θεώσεως αλλά και της σωτηρίας. Για να μην στερηθούμε λοιπόν την Χάριν και εκ πέσουμε της σωτηρίας αποτειχιζόμαστε όχι από την Εκκλησία αλλά από την αίρεση. Προς τούτο δεν υπάρχει περίπτωση να μην υπάρχουν κανόνες που προβλέπουν την δυνατότητα να ξεχωρίσουμε την θέσιν μας από τον επίσκοπο όταν συμμετέχει στην αίρεση είτε άμεσα κηρύσσοντάς την είτε έμμεσα κοινωνώντας με τους αιρετικούς, καλύπτοντας την δράσιν τους και παρέχοντας τους με την ανοχή και την σιωπηρή συγκατάθεση σε ότι παράνομο λέγουν και ενεργούν. Εφόσον υπάρχουν κανόνες που μας διασφαλίζουν από την αίρεση δεν μπορεί να είναι προαιρετικοί αφού η αίρεση είναι αμαρτία προς θάνατον. Είναι βλασφημία προς τους Αγίους Πατέρες να λέμε ότι οι συγκεκριμένοι κανόνες που θεσμοθέτησαν είναι δυνητικοί όταν θεωρήσουμε, ότι υπήρχε περίπτωση σε καιρό αιρέσεως αυτοί να μας αφήνουν περιθώρια να μην αντιπαραταχθούμε στην κακοδοξία ενώ φωτίζονταν από τον Παράκλητο που οδηγεί την Εκκλησία εις πάσαν την αλήθειαν. Οπωσδήποτε, προαιρετική είναι κάθε κλήσις στην Οδό του Χριστού, εφόσον όμως κλίνουμε τον αυχένα μας εις υπακοήν Πίστεως το προαιρετικό γίνεται υποχρέωση διότι διαφορετικά εκπίπτουμε της αληθινής Πίστεως που αποδεχτήκαμε με το Βάπτισμά μας. Και διαπιστώνεται σε τί πνευματικό κατήφορο οδηγούμαστε, όταν καθηγητές θεολογικών Σχολών γράφουν για ένωση με τους Ουνίτες, ακόμη και με τους Παπικούς που ούτε καν Χρίσμα απαιτείται για να ενσωματψωθούν στην Εκκλησία του Χριστού, αφού καθώς ισχυρίζονται έγιναν αποδεκτές οι αποφάσεις της Κολυμβάριας Ψευτο-Συνόδου και δεν τέθηκε το θέμα της άρσης των αναθεμάτων, συνεπώς θεωρείται κατά αυτούς ότι έχει αναγνωριστεί αυτή άρση και επομένως “βαδίζουμε ολοταχώς” προς Ένωσιν! Και όλοι οι κληρικοί αρχιερείς και ιερείς ξανασταυρώνουν τον Χριστό λέγοντας ότι δεν έχουν ευθύνη διότι τάχα μένουν στην Εκκλησία όταν δεν κάνουν αποτείχιση για να πολεμήσουν από μέσα τον Οικουμενισμό ενώ οργιάζει η αίρεσις και κάθε λίγο και λιγάκι η πνευματική αντίσταση υποχωρεί ολοένα και περισσότερο διότι όχι μόνο αμβλύνεται το ορθόδοξο αισθητήριο των Χριστιανών αλλά τελικά δεν θα υπάρξουν τα πρόσωπα συν τω χρόνω που θα μπορούσαν να αγωνιστούν μέσα στην λαίλαπα της Πανθρησκείας και της Νέας Τάξης.