Το κακό έχει παραγίνει.
Θρηνούμε, σχεδόν καθημερινά, νέους ανθρώπους, (όχι ότι οι γηραιότεροι απώλεσαν το δικαίωμα στο θρήνο), αλλά το να χάνονται τόσο νέοι άνθρωποι, το να βυθίζονται οικογένειες με μικρά παιδιά στην απόγνωση και την απελπισία για το καπρίτσιο μερικών φανατικών τραγόμορφων ρασοφόρων, ε, αυτό πάει πολύ.
«Του απαγόρευσε ο πνευματικός του να εμβολιασθεί για να μη βάλει μέσα του τον σατανά». Αναρωτιέμαι, τι σχέση μπορεί να έχουν αυτοί οι αμόρφωτοι φανατισμένοι άνθρωποι με οποιαδήποτε μορφή πνεύματος.
Σε ένα κανονικό κράτος, όλο και κάποιος εισαγγελέας θα ερευνούσε αυτούς τους ΦΟΝΟΥΣ, γιατί περί φόνων πρόκειται.
Αλλά αυτό θα συνέβαινε σε ένα κανονικό (όπως προανέφερα) κράτος, στο οποίο η δικαιοσύνη θα λειτουργούσε, και το έργο της δεν θα περιοριζόταν στο να εισπράττουν τα αναδρομικά τους οι «υπηρέτες» της, ούτε να καλύπτει τα κάθε λογής κυβερνητικά αλισβερίσια και να κάνει πράξη το γνωστό σύνθημα: να δαγκώνει μόνο τους ξυπόλητους.
Προφανώς και υπάρχουν φωτισμένοι ιερείς που τιμούν το θρησκευτικό τους καθήκον, αλλά, δυστυχώς, αυτοί χάνονται και αδικούνται … εκ του αποτελέσματος.
* «Α, να μου χαθείς τράγο, που συνέχεια τρως τα χλωρά κλαδιά του δέντρου της αφελείας ανθρώπων αγαθών και τίμιων.»
Βασίλης Ραφαηλίδης, Μνημόσυνο για έναν ημιτελή θάνατο, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου