(Αναδημοσίευση από το 2011)
Μπορεί η ζωή νά’ ναι μια μολυβιά, μια φευγαλέα υπόθεση στην οποία οι άνθρωποι αφήνουν τα χνάρια τους στη γη, ανάλογα με το είναι τους, σίγουρα, όμως, δεν είναι μια ευθεία μολυβιά.
Έτσι στους παράδρομους της χαράς και των καημών τους έστησαν τις μικρές φυγές τους, τα τραγούδια και τους χορούς, τα κρασιά και τα τσίπουρα, τ’αδελφικά τσιγάρα τους, φορές -φορές μέχρι σκασμού και λύτρωσης κι άλλες με μέτρο, στον κύκλο του χρόνου.
Οι παλιότεροι από μας, καπνισμένοι στους πολέμους και τις διώξεις ανάσαιναν με τα φτωχικά τσιγάρα των μικροδεμάτων ή τα στριφτά του τόπου τους και πάντα ρουφούσαν τη ζωή στους ανθρώπινους ρυθμούς, φουμάροντας στοχαστικά.
Στη γενιά μου, το κάπνισμα ήταν το σύμβολο ανδρισμού των αγοριών, της επανάστασής τους σ’ ένα αυστηρό, καταπιεστικό σύστημα, ήταν το παροδικό σύμβολο διαμαρτυρίας των νεαρών φοιτητριών στην κρατούσα αντίληψη του δεύτερου, κατώτερου φύλου.
Όμως, στις τελευταίες δεκαετίες, η κυριαρχία του να έχεις (αξία του πλούτου) απέναντι στο να είσαι (αξία της προσωπικότητας) δημιούργησε διεφθαρμένους πολιτικούς, μετάλλαξε τις ανθρώπινες σχέσεις σε δημόσιες σχέσεις, συμπίεσε τον ελεύθερο χρόνο ή τον παγίδεψε στην αποχαύνωση της τηλεόρασης, μετέτρεψε τους πολίτες σε υστερικούς καταναλωτές και σε… μανιώδεις καπνιστές.
Την τελευταία χρονιά, η διακυβέρνηση της χώρας μας που οδήγησε στην απροκάλυπτη υποταγή του τόπου μας σε εξωεθνικά κέντρα, «χάρισε» απεριόριστο χρόνο απραξίας σε χιλιάδες πολίτες, αχρήστεψε μια ολόκληρη γενιά και τελευταία συμπλήρωσε τις στερήσεις για ό,τι δεν οφείλαμε προσωπικά, στερώντας μας το κάπνισμα σε χώρους αναψυχής, χτυπώντας τις μικροαπολαύσεις μας.
Οι ασύσπαστες πολιτικές μάσκες αναισθησίας εισηγήθηκαν και θέσπισαν έναν αντικαπνιστικό νόμο, το λιγότερο ανεπίκαιρο (αυτό μας έλειπε βοά ο λαός) κι έτσι εισέβαλαν στο άβατο των μικροαπολαύσεών μας, χωρίς να λάβουν υπόψη τη γελοιοποίηση από την αντιφατικότητα του σχεδιασμού τους και από την αγνόηση της εφαρμογής.
Παρέβλεψαν πως η ζωή δεν είναι η σούμα των ιατρικών εργαστηρίων, ούτε μια αποστειρωμένη υπόθεση, αλλά ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων, ποικίλων συναισθημάτων σε κατάλληλο τόπο.
Λησμόνησαν πως σ’ εμάς ο καφές με την απόλυτη συνοδεία του τσιγάρου είναι εξοικείωση με το δημόσιο χώρο, μικρή βουλή στα καφενεία, ανάσα από τα βάσανα, συγγένεια κοινωνική.
Ίσως, επιδίωξαν την αποστροφή του βλέμματός μας από την ανημπόρια της επιβίωσης ή επιδίωκαν την επινόηση ενός ακόμα εισπρακτικού μηχανισμού μέσω των προστίμων ή και την αποφυγή δαπανηρών ασθενών.
Είναι σίγουρο πως δίχασαν τους πολίτες, αφού τα μετέωρα βήματά τους εκτός από την τάση των φοροπληροφοριών, δημιούργησαν μικροεστίες αυτόκλητων τσιγαροδιωκτών.
Είναι βέβαιο πως υπεισήλθαν οριακά στην άσκηση της υποταγής μας. Οι θρυαλλίδες, όμως, από τα όρια αναφλέγονται και τότε θα σειστεί ο τόπος συλλέγοντας τις κάθε λογής δονήσεις.
Η προσαρμογή του νόμου στην περιρρέουσα διαμαρτυρία μπορεί να δώσει τη δυνατότητα της επιλογής στους καταστηματάρχες, ώστε να διασφαλιστεί ο σεβασμός στον έτερο, τον μη καπνιστή, ώστε να αφυπνιστεί ο αυτοέλεγχος των μεγάλων μικροαπολαύσεων στη ζωή και να παραμείνει ζωτικός χώρος για τα μεράκια μας, για να κρατηθεί ζωντανή και ανυπότακτη η ψυχή του λαού.
Μια περιστασιακή καπνίστρια
Τάσα Σιόμου