Ήταν βράδυ στου Πειραιά το λιμάνι
Κι ένα καράβι έτοιμο για να σαλπάρει
Η θάλασσα σαν το χυμένο μαύρο μελάνι
Και στον ουρανό ένα χλωμό φεγγάρι.
Ένας νεαρός με ροζιασμένα χέρια
Έτρεχε γοργά το πλοίο για να προλάβει
Τη ζωή του δεν τη φώτιζαν τ’ αστέρια
Όλο ανεμοθύελλες και θυμωμένοι κάβοι.
Κι όταν έφτασε στον καταπέλτη εκεί
Άγρια τον εμπόδιζαν ν’ ανέβει στο πλοίο
Επιβάτες κραύγαζαν αδιάκοπα μ’ οργή
Μα αυτοί συνέχιζαν το έργο το αχρείο.
Τον έσπρωξαν δυνατά κι έπεσε στο νερό
Κι απ’ τις προπέλες η αφρισμένη δίνη
Σαν τη θηλιά τού περιέσφιξε τον λαιμό
Κι ο φρικτός θάνατος ήρθε με βιασύνη.
Το νεκρό του σώμα έπλεε στον αφρό
Μα το πλοίο έφυγε για τον προορισμό του
Σαν να μην συνέβη τίποτα το κακό
Αναβλύζοντας τον αναίσθητο καπνό του.
Το φοβερό και τραγικό έγκλημα αυτό
Δείχνει αδρά μια κοινωνία αποκτηνωμένη
Όπου η ανθρώπινη ζωή ακροβατεί στο κενό
Κι η αξία της είναι πια χαμένη.
Καρδερίνης Ισίδωρος
Ποιητής