ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
ΔΙΟΤΙ: Ενώ αρχικά ξεκινά καλά στην μικρή του ειασαγωγή ο συντάκτης διαπιστώνεται να έχει πλήρη όχι μόνο άγνοια αλλά και σύγχυση με την οποία μπερδεύει και τους αναγνώστες.
Γράφει για «τρεις διαφορετικές
α) Πρώτη,είναι η διδασκαλία των
Επομένως, κατ’ αυτών επειδή ο Πάπας
1ο Σφάλμα της πρώτης θέσεως:
Γράφει ότι «ο Πάπας Ρώμης δεν έχει
Ενώ η μεγάλη Σύνοδος του 879 εν Κωνσταντινουπόλει, η υπό πολλών θεωρουμένη ως Ογδόη Οικουμενική, δεχθείσα το Σύμβολον άνευ της προσθήκης του Φιλιόκβε, εδογμάτισε: «Πάντες ούτω φρονούμεν, ούτω πιστεύομεν. Τους ετέρως παρά ταύτα φρονούντας ή έτερον όρον αντί τούτου προβαλέσθαι τολμώντας, τω αναθέματι καθυποβάλλομεν. Ει τις παρά τούτο το ιερον Σύμβολον τολμήσειεν έτερον αναγράψασθαι ή προσθείναι ή αφελείν και όρον ονομάσαι αποθρασυνθείη, κατάκριτος και πάσης χριστιανικής ομολογίας απόβλητος. Εί τις τοίνυν, εις τούτο απονοίας ελάσας, τολμήσειεν έτερον εκθέσθαι Σύμβολον και όρον ονομάσαι ή προσθήκην ή αφαίρεσιν εν τω παραδεδομένω ημίν παρά της αγίας και οικουμενικής εν Νικαία το πρώτον μεγάλης Συνόδου ποιήσαι, ανάθεμα έστω! ». Αμφισβητεί ο συντάκτης και οι μετ’ αυτού υπογράψαντες ότι είναι Οικουμενική η συγκεκριμένη Σύνοδος; Αν όχι, γιατί εξισώνει τις δύο περιπτώσεις που συγκρίνει; Αν ναι, αγνοεί άραγε ότι και αν ακόμη δεν δέχεται ως Οικουμενική την Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου δεν δύναται να εξισώσουμε τις δύο περιπτώσεις διότι στην πρώτη, την παπική αίρεση έχουμε όχι μόνο κάποια καταδίκη αλλά και άλλες όπως:
Ø Ότε ο Πάπας Ρώμης Σέργιος ο Δ΄εχρησιμοποίησε το Σύμβολον μετά της προσθήκης του Φιλιόκβε (1009), ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σέργιος.., μετ’ άπόφασιν Συνόδου, διέγραψε το όνομα του μνημονευθέντος Ρώμης Σεργίου εκ των διπτύχων της Ανατολικής Εκκλησίας, έκτοτε δε μέχρι σήμερον ουδέν παπικόν όνομα ετέθη εν αυτοίς» (Βασ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, εκδ. α΄, σελ. 344).
Ø Τας Λατινικάς κακοδοξίας κατεδίκασε και η εν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδος του 1054, οπότε εγένετο και το οριστικόν Σχίσμα, αποκαλέσασα ειδικώς το «Φιλιόκβε», όχι «τοπικόν έθιμον», αλλά «βλάσφημον δόγμα» (αυτόθι,σελ.344).
Ø Τας Λατινικάς κακοδοξίας κατεδίκασαν και αι με τον Ησυχασμόν ασχοληθείσαι Σύνοδοι του 1341, του 1347 και του 1351.
Ø Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1440, Σύνοδος εν Ρωσία κατά το 1441, Σύνοδος εν Ιεροσολύμοις κατά το 1443, Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1450, Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1484, κατεδίκασαν και απεκήρυξαν την ψευδοσύνοδον της Φλωρεντίας, η οποία είχε δεχθή την «ένωσιν»επί ψευδούς και ασυστάτου βάσεως, ήτοι μη θεωρήσασα ως αιρέσεις τας καινοτομίας της Δύσεως.
Ø Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1722 καταδικάζει «της Λατινικής κακοδοξίας και κακοφροσύνης τα δόγματα» και αποφαίνεται ότι οι Λατίνοι δι αύτών «εξαπατώσι τους απλουστέρους, ευγάνοντές τους από τα ευσεβή Δόγματα της του Χριστού Εκκλησίας και σύροντές τους αθλίως εις τον βυθόν της απωλείας».(αυτόθι,το. Β΄,σελ. 823-824). Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1727 αποκηρύσει τας ετεροδιδασκαλίας των Λατίνων, παλαιάς τε και νέας και χαρακτηρίζει ταύτας» λήρον μακρόν και Κολακείας ψυχοβλαβούς εφευρέματα και ηπατημένης διανοίας γεννήματα» (αυτόθι, σελ.867).
Ø Σύνοδος εν Κωσταντινουπόλει κατά το 1838 καταδικάζει δριμύτατα τας ετεροδιδασκαλίας του Παπισμού, ως «βλασφημίας κατά της Ευαγγελικής αληθείας», ως «εωσφορικήν πλάνην», ως «απομάκρυνσιν από του Θεού και της αμώμου και αδόλου Πίστεως του Ιησού Χριστού» κ.λ.π.(αυτόθι,σελ.896,902).
Ø Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1848 καταδικάζει τον Παπισμόν ως αίρεσιν! «Τούτων των πλατυνθεισών, κρίμασιν οίς οίδε Κύριος, επί μέγα μέρος της Οικουμένης αιρέσεων, ήν ποτε ο Αρειανισμός, έστι δε την σήμερον και ο Παπισμός», όν χαρακτηρίζει ωςανατρέποντα πάσας τας Οικουμενικάς Συνόδους δια των πλανών του!(Αυτόθι, σελ.906).
Ø Σύνοδος εν Κωνσταντινουπόλει κατά το 1895 καταδικάζει τας ετεροδιδασκαλίας του Παπισμού, ως «φρονήματα υπερφιάλου αλαζονείας», ως «καινοτομίας αθέσμους και αντιευαγγελικάς»,ως «ουσιώδεις περί την Πίστιν διαφοράς αναγομένας εις τα θεοπαράδοτα της Πίστεως Δόγματα, ως «αντιευαγγελικάς και παναθέσμους», ως «σπουδαίας και ουσιώδεις περί την Πίστιν διαφοράς», της νοθεύσεως των συγγραμμάτων των Εκκλησιαστικών Πατέρων και της παρερμηνείας της τε Αγίας Γραφής και των Ορων των Αγίων Συνόδων», και επάγεται: «Διό και δικαίως απεκηρύχθη και αποκηρύσσεται, εφ όσον αν εμμένη εν τη πλάνη αυτού»(αυτόθι, σελ. 933,935,936,938,942).
Στην περίπτωση των Οικουμενιστών και όσους τους ακολουθούν, επειδή δεν έχουμε καμμία συνοδική καταδίκη, εντούτοις σαφώς βρίσκονται στην αίρεση, όσοι κηρύττουν «γυμνή τη κεφαλή» τον Οικουμενισμό και ενεργούν οικουμενιστικά με τα έργα τους, και οι άλλοι ανεύθυνα, αξιοκατάκριτα τους ακολουθούν ταυτιζόμενοι ουσιαστικά μαζί τους, γι’ αυτό παύουμε την μνημόνευσή τους και διακόπτουμε κάθε εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους. Όμως, επειδή ακόμη δεν καταδικάστηκαν όχι απλώς από Οικουμενική Σύνοδο, αλλά ούτε από κάποια τοπική Σύνοδο δεν δυνάμεθα να υποστηρίξουμε ότι τα μυστήρια που τελούν είναι ανυπόστατα και στερούνται σ’ αυτή την φάση τουλάχιστον αγιαστικής Χάριτος! Έχουμε, μήπως, κάποιο παράδειγμα εκκλησιαστικής ιστορίας που δεν έγιναν δεκτά τα μυστήρια όσων ακόμη ενώ κήρυτταν φανερά πλέον την αίρεση και μάλιστα είχαν διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία όχι μόνο λαϊκοί χριστιανοί αλλά και Πατέρες της Εκκλησίας, που δεν αναγνώρισαν τα μυστήρια τους ως έγκυρα και αγιαστικά; Στις περιπτώσεις του Αγίου Μαξίμου, του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, του Αγίου Κυρίλλου έχουμε κάτι τέτοιο, εφόσον δεν έχουμε γιατί δημιουργείτε σύγχυση;