giapraki.com

Προέλευση ποντιακών λέξεων από την αρχαία ελληνική γλώσσα: Αϊτέντς – Επεριπέτανεν – Τραντέλλενας – Τριγυρίσκουν

Από το τραγούδι ”Αϊτέντς επαραπέτανεν ” video με τον Στέλιο Καζαντζίδη)

Δέσποινα Μιχαηλίδου -Καπλάνογλου

Στην σημερινή δημοσίευση θα δούμε  ένα ακόμη παραδοσιακό  Ποντιακό  τραγούδι  το ”Αϊτέντς επαραπέτανεν ” από όπου διαλέξαμε τις 4 λέξεις, που θα δώσουμε την, ή ,τις λέξεις της αρχαίας Ελληνικής  γλώσσας που προήλθαν και φυσικά θα δώσουμε  την σημερινή τους ερμηνεία στα νέα Ελληνικά.
ΣΤΑ ΠΟΝΤΙΑΚΑ
— Αϊτέντς επαραπέτανεν  —
Αητέντς επαραπέτανεν Ψηλά ς σα επουράνια *
Είχεν τσιαγκία κόκκινα Και το κουδούκ νατ μαύρον *
Κι εκράτ νεν και ς Σα κάρτσια του Παλληκαρί βρασιόνας *
Αητέ μ για δός μ ας σο κρατείς Για Πε με όθεν κείται *
Ας σο κρατώ κι δίγω σε Αρ όθεν κείται λέγω
Ακεί ς σο πέραν το ρασίν Σο πέραν καν τ ελάτια
Μαύρα πουλία τρωγν ατον Και άσπρα τριγυλίσκουν
Φατέστεν πούλια μ φατέστεν Φατέστεν τον καρύπιν
Σ σην θάλασσαν κολυμπετής σ ομάλια πεχληβάνος
Σ σο πόλεμον τραντέλλενας Του Πόντου παλληκάρι
* Ο στίχος καταλήγει σε (ούϊ αμάν, αμάν)
ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
— Ένας αετός πετούσε ψηλά —
Ένας αετός πετούσε ψηλά Ψηλά στον ουρανό
Είχε κόκκινα σιαγόνια  και η  μύτη του ήταν μαύρη
Στα νύχια του κρατούσε τα χέρια ενός παλικαριού
Αητέ για δώσε μου αυτό που κρατάς πες μου πού είναι το υπόλοιπο σώμα
Δεν θα στο δώσω, το υπόλοιπο είναι εκεί κάτω
Εκεί πέρα στα δάση εκεί που είναι τα έλατα
Τον τρώνε μαύρα πουλιά και τον περιτριγυρίζουν άσπρα
Φάτε πουλιά μου φάτε φάτε τον καρύπη
Που κολυμπάει στη θάλασσα και παλεύει στα δάση
Στον πόλεμο τριάντα φορές Έλληνας παλικάρι του Πόντου
ΕΠΙΛΟΓΗ ΛΕΞΕΩΝ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ
Παραθέτουμε  τις λέξεις που επιλέξαμε :
Αϊτέντς – Επεριπέτανεν – Τραντέλλενας – Τριγυρίσκουν.
***************************************
1..Αϊτέντς
– Προέρχεται από το αρχαιοελληνική λέξη :   Αετός
< αρχαία ελληνική : Αετός και αἱετός < ἀίσσω (ορμώ).
– Συγγενικές λέξεις  : αετιδεύς     αετίσιος     αέτωμα αϊτός (για το πουλί και τη μεταφορική σημασία).
Στην νεοελληνική αποδίδεται ως :  Αετός
– Συνώνυμα: Ξεφτέρι, οξυδερκής, σαΐνι.
*************************************
2     Επεριπέτανεν
Προέρχεται από την σύνθεση 3 αρχαιοελληνικών λέξεων.
Επί + περί  + πετάω (πετάννυμι ).
1. Επί : Πρόθεση ἐπί (& ἔπι & ἐπ’ & ἐφ’)
Στην νέα Ελληνική διάλεκτο γενικώς σημαίνει :   Πάνω σε, κοντά σε, πλησίον,        ενώπιον ,  προς κάπου, με κατεύθυνση ( για τοπική δήλωση).
Ακόμη  σημαίνει : Κατά τη χρονική περίοδο, στις μέρες (για χρονική δήλωση )
2.Περί  : Η αρχαία ελληνική λέξη είναι περί.
Η πρόθεση περί σημαίνει στα νέα Ελληνικά ,α.) Κοντά σε, περίπου  (για αριθμό ) και β. Σχετικά με κάτι ή κάποιον.
3.Πέτανεν
Ετυμολογία     πετώ < ελληνιστική κοινή πετάω / πετῶ < αρχαία ελληνική πετάομαι / πετάννυμι / πεταννύω / πήτνυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂- (πετώ).
Στην νεοελληνική αποδίδεται : Πετάω -Πετώ.
Η Ποντιακή λέξη Επεριπέτανεν  σημαίνει πετάω στα πέριξ.
***************************************
3.   Τραντέλλενας
Σύνθετη λέξη που προέρχεται από τις αρχαιοελληνικές  λέξεις
Τρανή(ο)ς + Έλλην.
1.Ετυμολογία .Τρανός < αρχαία ελληνική τρανός / τρανής.
Σήμερα σημαίνει:    Μεγάλος, ισχυρός, δυνατός, φημισμένος.
Συγγενικές λέξεις:Τρανεύω , περίτρανος . Στην Ποντιακή διάλεκτο :τρανύνω = μεγεθύνω, μεγαλώνω, αυξάνομαι χρονικώς, μεταφ. γίνομαι επίσημος, φημίζομαι, επαίρομαι, μεγαλοπιάνομαι.
2.  Ετυμολογία    Έλληνας < αρχαία ελληνική Ἕλλην
Αρχαίο ανδρικό όνομα Στην μυθολογία) ο  Ἕλλην ηταν ο  μυθικός γενάρχης του εθνους των Ελληνων.
Σημερα Ελλην ειναι  αυτός που κατάγεται από την Ελλάδα ή έχει ελληνική υπηκοότητα.
Συγγενικές λέξεις     Ελλάδα,ελλαδικός,Ελλαδίτης ,ελληνάκι , Ελληνάρας ,ελληνικότητα.
Ερμηνεία στην Ποντιακή
Τραντέλλενος = κατά κάποιο τρόπο τριακοντάκις Έλλην, γενναίος Έλληνας
.Στην ποντιακή διάλεκτο η λέξη Έλλενος/ Έλληνας σημαίνει παλικάρι, ήρωας με τεράστια δύναμη – Τραντέλλενας/Τρισέλληνας είναι υπερθετικό του υπερφυσικού  όντος.
Στην νεοελληνική ο Τραντέλλενας  αποδίδεται  :
Ο παντοδύναμος και  φημισμένος Έλληνας.
****************************
4. Τριγυρίσκουν
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη: γύρος < ελληνιστική κοινή γῦρος < αρχαία ελληνική γυρός (στρογγυλός).
Τριγύρω < μεσαιωνική ελληνική τριγύρω < τρι – + γύρω (για υπερβολή) .
Στην ποντιακή διάλεκτο υπάρχουν πολλές λέξεις που έχουν ρίζα στην λέξη τριγύρω όπως : Τριγυρίζω = Τριγυρίζω, περικυκλώνω . Τριγύριν = πράγμα το οποίο περιτριγυρίζει, περιβάλλει, πλατειά ζώνη βρέφους. Τριγύρισμαν = τριγύρισμα, περικύκλωμα, Τριγυροκλώθω = περιτριγυρίζω, περικυκλώνω.  Τριγυροκλώσιμον = περικύκλωση, περιφορά γύρω από κάποιον.
Στην νεοελληνική αποδίδεται:Τριγυρνώ προς ή σε όλες τις κατευθύνσεις   , Τριγύρω .
Συγγενικές σημερινές  λέξεις : Τριγυρίζω,    τριγύρισμα,    τριγυρισμένος,


Τραγουδά ο Μεγάλος και ανεπανάληπτος Στέλιος Καζαντζίδης
Τραγούδι  ‘’ Αϊτέντς επαραπέτανεν ‘’