Η ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΚΑΙ ΑΙΜΑΤΗΡΑ ΔΡΑΣΙΣ ΤΟΥ ΛΗΣΤΑΡΧΟΥ ΓΙΑΓΚΟΥΛΑ – ΤΟ ΑΙΜΑΤΗΡΟΝ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΦΥΓΗΣ (ΚΑΤΑΦΥΓΙΟΥ) [Ντοκουμέντο εποχής – Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ 9 Μαρτίου 1925]
Ντοκουμέντο εποχής από 9 Μαρτίου 1925 της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ, από τη δολοφονία του γιατρού Οδυσσέα Νικολαΐδη στο χωριό Καταφύγι, από τον αιμοσταγή λήσταρχο Φώτη Γιαγκούλα.
«ΕΛΑΣΣΩΝ Μάρτιος [1925] (Του ανταποκριτού μας).
…Αυτήν την φοράν θα σας περιγράψω τον φόνον υπό του Γιαγκούλα του ιατρού Νικολαΐδου εις την Καταφυγήν διαδραματισθέντος υπό τας τραγικοτέρας των συνθηκών. Τον ιατρόν αυτόν ο Γιαγκούλας είχε περιλάβει εις τον κατάλογον των προγεγραμμένων, διότι είχε και αυτός προσφέρει χείρα βοηθείας εις τα αποσπάσματα δια την εξόντωσίν του.
ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΦΟΝΟΥΣ
Αφού εσκότωσε τον Χάλεβαν ο Γιαγκούλας κατευθύνεται προς την Καταφυγήν δια να σκοτώσει και τον ιατρόν Νικολαΐδην
Αφού εσκότωσε ο Γιαγκούλας εις το δάσος της Μόρνας τον εξάδελφόν του Γεώργιον Χάλεβαν, διότι και αυτός συνειργάσθη με τα αποσπάσματα, εφησύχασε επί τρεις ημέρας. Την τρίτην όμως ημέραν παραλαμβάνει όλως απροόπτως την συμμορίαν του και κατέρχεται εις το Χάνι Χατζηγώγου. Ο λήσταρχος διεκαίετο υπό της επιθυμίας της ταχυτέρας εξοντώσεως των κατ’ αυτού εργασθέντων. Εκεί πληροφορείται τα συμβαίνοντα εις την Καταφυγήν, όπου εσκόπευε να εισβάλη. Ιδίως, ζητεί πληροφορίας περί του υπομοιράρχου Γρηγοράτου, δια τον οποίον ήξευρεν ότι ετραυματίσθη κατά την προ ολίγων ημερών συμπλοκήν μετ’ αυτού, δεν ήξευρεν όμως αν υπέκυψεν εις τα τραύματά του. Φαίνεται δε ότι έμεινε τελείως ευχαριστημένος, από τας πληροφορίας που του έδωσαν οι πράκτορές του, διότι παρέλαβεν ευθύς την συμμορίαν του και χωρίς καμμίαν άλλην λοξοδρόμησιν, κατηυθύνθη προς το χωρίον Καταφυγή.
ΕΙΣΒΟΛΗ ΕΙΣ ΤΟ ΧΩΡΙΟΝ
Μετά πορείαν σύντονον και αρκετής ώρας η συμμορία έφτανε κατά τα πρώτας νυκτερινάς ώρας εις το χωρίον, όπου απόλυτος επεκτάτει ησυχία. Αραιά και που εφαίνετο κανείς διαβάτης εις τους ερημικούς δρόμους. Και αφού επ’ ολίγον ο Γιαγκούλας με τους συμμορίτας του κρυμμένος οπίσω από σωρούς πετρών κατασκόπευε την κίνησιν εις τους δρόμους του χωρίου, διέταξε δυο από τους οπαδούς του να μείνουν έξω από το χωρίον και να φρουρούν μη τυχόν και φανή έξαφνα κανένα απόσπασμα, από τα καταδιώκοντα αυτόν. Διέταξεν ακολούθως τον υπαρχηγόν της συμμορίας με δυο άλλους να κατευθυνθή εις το μαγαζί του πατέρα του ιατρού Νικολαΐδη τον οποίον και να συλλάβουν, αυτός δε επικεφαλής των υπολοίπων τριών ληστών κατηυθύνθη εις το καφενείον του χωρίου του οποίου τα φώτα του αναμμένα έδειχναν ότι όλοι οι χωρικοί δεν είχον αποσυρθή εις τα σπίτια των. Επί ημισείαν και πλέον ώραν ο Γιαγκούλας περιεφέρετο έξω από το καφενείον βυθισμένος εις σκέψεις. Οι σύντροφοί του ούτε ετόλμησαν καν να τον ερωτήσουν τι εσκέπτετο. Τέλος εσήκωσε το κεφάλι και διέταξε τον ένα από τους συντρόφους του να φρουρή εις την θύραν του καφενείου. Έπειτα διέταξε τους άλλος να αποσπάσουν τα γιαταγάνια των όπως έκαμε και αυτός, και με φωνήν φοβεράν κραυγάσας «μη κουνηθή κανείς» εισέβαλεν εις το καφενείον.
ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ
Με το γιαταγάνι εις τα χέρια ο Γιαγκούλας αρχίζει ερωτών τα ονόματα των θαμώνων του καφενείου
Φαντάζεται ο καθείς τον τρόμον των χωρικών οι οποίοι έπαιζαν πρέφαν ή τάβλι, όταν εις το άκουσμα των λέξεων αυτών εσήκωσαν το κεφάλι και αντίκρυσαν τον Γιαγκούλαν με τους δύο του συντρόφους ξιφήρεις και με οφθαλμούς εκπέμποντας αστραπάς. Κανείς δεν ετόλμησε να κινηθή, όπως διέταξεν ο λήσταρχος, τα χαρτιά έπεσαν από τα χέρια των και έντρομοι επερίμεναν τας διαταγάς του ληστάρχου, τον οποίον όλοι ως εξ εμφύτου εκατάλαβαν ότι ήτο ο Γιαγκούλας. Μόνον ο ιατρός Νικολαΐδης, ο οποίος ήτο μεταξύ των θαμώνων του καφενείου δεν εκατάλαβεν ότι ήτο ο Γιαγκούλας. Και τούτο διότι ουδέποτε είχεν ιδεί τον λήσταρχον, μόλις προ ολίγων μηνών επιστρέψας εξ Ευρώπης όπου εσπούδαζε. Τέλος ο λήσταρχος αφού περιέφερεν ερευνητικόν βλέμμα εφ’ όλων των θαμώνων, ήρχισεν ερωτών τον καθένα εξ αυτών το όνομά του, κραδαίνων πάντοτε υπέρ τας κεφαλάς των το γιαταγάνι του.
Και εφ’ όσον επλησίαζε προς τους τελευταίους θαμώνας, επί τοσούτον συνωφρυούτο. Τέλος έφτασε και εις τον ιατρόν Νικολαΐδην, ο οποίος εκάθητο εις το βάθος του καφενείου. Ο ιατρός όχι διότι εφαντάζετο ότι ευρίσκετο προ του Γιαγκούλα, αλλά απλώς και μόνον διότι εφοβήθη μη αιχμαλωτισθή επειδή ήτο γνωστόν ότι είχε μεγάλην περιουσίαν, εδήλωσε ψευδές όνομα προς τον Γιαγκούλαν.
Και έτσι ο Γιαγκούλας έφτασε και τους τελευταίους θαμώνες των οποίων επληροφορήθη τα ονόματα. Τότε όμως εξέσπασεν ο θυμός του εκδηλωθείς δια τρομεράς βλασφημίας και συνοδευθείς από έμπρακτον διαπίστωσιν. Συνέλαβεν από του λαιμού τον πλησιέστερον προς αυτόν χωρικόν και του λέγει:
– Ή θα μου πης ποιος είναι ο γιατρός Νικολαΐδης ή θα σε σφάξω εδώ αυτή τη στιγμή. Και ενώ τα δάκτυλα της μιας χειρός επίεζον ισχυρώς τον λαιμόν του δυστυχούς χωρικού, υπέρ την κεφαλήν του εκραδαίνετο το γιαταγάνι απειλητικώς.
Από το δυνατόν σφίγξιμο του λαιμού του τα μάτια του χωρικού επετάχτηκαν έξω των κογχών του. Την στιγμήν εκείνην διελογίσθη ότι εκινδύνευεν ο ίδιος τόσον όσον και ο ιατρός Νικολαΐδης, διότι εγνώριζε την έχθραν την υφισταμένη μεταξύ του λήσταρχου και του ιατρού. Και ενώ διελογίζετο αυτά, ήκούσθη απειλητικωτέρα η φωνή του ληστάρχου και τα δάχτυλά του επίεσαν ακόμη περισσότερον τον λαιμόν του.
ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ
Και υπό το κράτος του φόβου ο χωρικός ομολογεί ποιος είναι ο ιατρός Νικολαΐδης
Μη αντέχων πλέον, μόλις δυνάμενος να αναπνεύση, λέγει ο χωρικός δεικνύων τον εννοήσαντα τα πάντα Νικολαΐδην, συσπειρωμένον εις την γωνίαν του καφενείου.
– Αυτός είναι!
Αυτό ήρκεσε. Ο λήσταρχος με μια σπρωξιά τον πετά κατά γης και ορμών συλλαμβάνει από τον ώμον τον δυστυχή ιατρόν, του οποίου το πρόσωπον είχε καλύψει θανάσιμος ωχρότης.
– Δεν θα μου ξέφευγες, του λέγει, τώρα θα μου πληρώσεις και συ ότι μούκανες και σπρώχνοντάς τον θέλει να τον βγάλει έξω. Ο ιατρός μόλις δύναται να σύρη τα πόδια του. Αλλ’ ο λήσταρχος σύροντάς τον πάντοτε το βγάζει έξω από το καφενείον, του δένει τα χέρια και αφού διέταξεν ένα ληστήν να φρουρή εις την είσοδον του καφενείου δια να μη βγη κανείς από τους χωρικούς, κατευθύνεται μαζί με τον ιατρόν εις το μαγαζί του πατέρα του.
ΕΙΣ ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΙΔΟΥ
Ενώ διέρρεαν τα γεγονότα αυτά εις καφενείον, ο υπαρχηγός της συμμορίας του Γιαγκούλα με τους άλλους ληστάς είχον εισβάλει, σύμφωνα με την διαταγήν του ληστάρχου, εις το μαγαζί του πατρός Νικολαΐδου εις το οποίον την ώραν εκείνην ευρίσκετο ο αδελφός του ιατρού Αριστόδημος Νικολαΐδης ονομαζόμενος. Μόλις είδε τους τρεις οπλοφόρους ευθύς εννόησε τα συμβαίνοντα και μη έχων τι άλλο να πράξη ερώτησε τρέμων τι θέλουν. Και οι λησταί ήθελαν πολλά πράγματα τα οποία ηνάγκασαν τον περιδεή Αριστόδημον να τους δώση. Έπειτα τον έδεσαν και τον επέταξαν εις μίαν γωνιάν του καταστήματος ως δεμάτι ξύλων.
Την ιδίαν στιγμήν κατέφθασε και ο Γιαγκούλας εις τον οποίον ανήγγειλαν ότι ο πατήρ Νικολαΐδης δεν ευρίσκεται εις το μαγαζί.
– Που βρίσκεται ο πατέρας σου, λέγει ο λήσταρχος αποτεινόμενος προς τον ιατρόν και καταφέρων κατ’ αυτού κτύπημα δια του υποκοπάνου.
– Στο σπίτι θα βρίσκεται, μόλις κατορθώνει και λέγει ο ιατρός. Βγαίνει τότε έξω ο λήσταρχος και καλεί έναν των ληστών του.
– Πήγαινε, λέγει προς αυτόν, να πης αυτουνού στο σπίτι πως είναι ανάγκη να ‘ρθη εδώ.
Και πράγματι, ο δυστυχής γέρων μη φαντασθείς ποτέ ότι κάτι το κακόν θα συνέβαινε, έρχεται μετ’ ολίγον εις το μαγαζί, όπου αντικρύζει τους δύο του υιούς δεμένους και το μαγαζί πλημμυρισμένον από ληστάς, μεταξύ των οποίων αναγνωρίζει και τον Γιαγκούλαν. Δεν επρόφθασεν όμως να συνέλθη από την έκπληξίν του και ακούει τον Γιαγκούλαν να του λέγει:
– Άκουσε Νικολαΐδη. Θέλομεν διακόσιες χιλιάδες για τον γυιό σου τον Αριστόδημο και εκατό για τον γιατρό, που να ιδούμε αν θα ζήση.
Ο πατήρ Νικολαΐδης τρέμων δια το κεφάλι των παιδιών του ανοίγει αμέσως το χρηματοκιβώτιον του μαγαζιού και παραδίδει εις τον Γιαγκούλαν ό,τι είχε μέσα, 25 δηλ. αγγλικάς λίρας και 23 χιλ. δραχμάς. Δια το υπόλοιπον στέλλεται εις το σπίτι του γιατρού ο κουμπάρος του ιατρού Καράβεργος, ο οποίος είχε έλθει την στιγμήν εκείνην εις το μαγαζί. Εις το σπίτι όμως του γιατρού δεν υπήρχε τόσον ποσόν και το δανείζονται από διαφόρους φίλους και ο Καράβεργος το φέρει εις τους ληστάς.
ΣΥΝΑΓΕΡΜΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
Ο Γιαγκούλας συγκεντρώνει όλους τους χωρικούς δια να ιδούν πως τιμωρεί
Αφού επήραν τα χρήματα οι λησταί, τη διαταγή του Γιαγκούλα κατευθύνονται και πάλιν προς το καφενείον μαζί με τον πατέραν Νικολαΐδην και τα δύο του παιδιά. Και στέλλει ένα ληστήν και φέρνει εκεί όλους τους χωρικούς τους κλεισμένους εις το καφενείον. Δύο άλλοι λησταί συγκεντρώνουν όλους τους άλλους χωρικούς που ευρίσκοντο τν ώραν εκείνην εις τους δρόμους. Ακολούθως οι λησταί ακολουθούμενοι και από ένα από τους χωρικούς εξέρχονται του χωρίου. Εις ένα εκεί ύψωμα στέκεται ο Γιαγκούλας και απευθυνόμενος προς τους χωρικούς λέγει:
– Εμείς δεν πειράξαμε κανένα στο χωριό αυτό, άλλ’ ο γιατρός έγινε ένα με τα αποσπάσματα για να μας ξεπαστρέψη. Αυτό θα μας το πληρώσει όπως πληρώνουν όλοι οι προδόται.
ΕΜΠΡΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
Και εμπρός εις τα μάτια του πατέρα αποκεφαλίζει τον ιατρόν
Και με τας λέξεις αυτάς αρπάζει τον ιατρόν Νικολαΐδην από τα μαλλιά και με δυο κτυπήματα του γιαταγανιού του αποκόπτει το κεφάλι από το σώμα, εμπρός εις τα μάτια του πατέρα του και του αδελφού του και των χωρικών, οι οποίοι έτρεμαν από φρίκην και φόβον. Έπειτα ζητεί ένα οδηγόν. Κανείς χωρικός δεν ετόλμησε να κινηθεί, μόνον ο Καρόβεργος προσεφέρθη να χρησιμεύση ως οδηγός εις τους ληστάς. Έφυγαν ευθύς. Ο Καρόβεργος εγύρισε μετά επτά ώρας και ανέφερεν εις τους χωρικούς οι οποίοι είχαν κλεισθή εις τα σπίτια των, ότι αφού περιεπάτησαν επί δύο ώρας, οι λησταί τον διέταξαν να μείνη εκεί τρεις ώρας και κατόπιν να επιστρέψη εις το χωρίον. Ο καθείς τώρα φαντάζεται την θέσιν του πατρός Νικολαΐδου, του οποίου το παιδί εμπρός εις τα μάτια του έσφαξεν ο Γιαγκούλας.
Ο ιατρός Νικολαΐδης, όπως και ανωτέρω ανέφερα, είχε μόλις προ ολίγων μηνών επιστρέψει από την Ευρώπην μαζί με την γυναίκα του, μίαν Γερμανίδα από το Μόναχον, με την οποίαν είχεν αποκτήσει και ένα παιδί…».
Επιμέλεια αντιγραφής: Γ.Μ./mikrovalto.gr