Από την παράσταση: «Κακοβελόνης ο Ισόθεος» Αλέξης Σολομός 2014
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδί, που το έλεγαν Κουκή. Γεννήθηκε στην Αχλαδουρίτσα, ένα μικρό χωριό και του ‘τυχε μεγάλο τυχερό: Να πάει στην Αθήνα, για να βρει την επιτυχία, αφού έκλεψε από τους 4 «καλούς» συμμαθητές του την ευκαιρία. Δεν αγαπούσε τα γράμματα, μα είχε άλλα χαρίσματα. Αγαπούσε κι η καρδιά του λαχταρούσε την Παρασκευή, τη Λαμπρινή και τη Φωτεινή αλλά και η καρδερίνα και η ψιψίνα είχαν στην καρδιά του μία θέση φίνα.
Τι να κάνει όμως ο Κουκής, έπρεπε στην τύχη του να είναι συνεπής. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και ένα αστέρι το μάτι του κλείνει, κάθε που συναντά ένα καλό σημάδι.
Πρώτο το καλό: Τρεις παπαρούνες μέσα απ’ τα χωράφια έτρεξαν και του ‘καναν ναζάκια: Τί θα κάνεις στην Αθήνα εσύ Κουκή; Εμείς είμαστε οι πρώτες σου αγάπες (Παρασκευή, Φωτεινή και Λαμπρινή), αλλά μας χώρισαν οι στράτες.
Δεύτερο σημάδι: το αστέρι μπήκε μέσα στο παλάτι της φακής. Ο βασιλιάς ο φουκαράς είπε αντίο της χαράς και καλημέρα έχει πει της συμφοράς. Η δική του η κόρη θα μείνει γεροντοκόρη, του μήνυσε το όνειρο της νύχτας το στενόχωρο. Και σαν να μην έφτανε αυτό και δεύτερο κακό προστέθηκε σ’ αυτό. Οι 4 παλατιανοί φωνάζουν για μια λύση, στο πρόβλημα το άλυτο: πού ο βασιλιάς τη φακή θα διαθέσει; Οι έμποροι θα φέρουν συνάλλαγμα, μα ο λαός θα τον κάνει άγαλμα, άμα τη φακή του δώσει, την πείνα του να διώξει. Μια λύση, ποια λύση; Όποιος θα δώσει τη λύση, την πριγκίπισσα θα φιλήσει και προίκα το μισό βασίλειο θα κλείσει.Ποιος άλλος το μπορεί, παρά μόνο ο Κουκής. Τον έφερε το μαγικό παλτό, τη λύση να δώσει και να πάρει δώρο ακριβό, την πριγκίπισσα γυναίκα του.
Και βγήκε ο Κουκής στον κήπο για να δροσιστεί. Ένα χρυσόψαρο στη στέρνα του φώναξε, ε ψιτ εσύ έλα. Το ξέρω πως χρυσόψαρο θέλεις να γένεις, μα πρέπει να περιμένεις.
Πιο εκεί έρχεται ένας Ξυνός (δημοσιογράφος), συνέντευξη για να του πάρει, προσπαθεί ένα μεγάλο μυστικό να του αποσπάσει. Αυτό που κατάφερε είναι το χρυσόψαρο να τους αφήσει και να φύγει. Το αστέρι του φώναξε, έλα, θα πάμε σε άλλη παρέα.
Τον πήρε λοιπόν από το χέρι και περπατούσαν αποφασισμένοι. Το μαγικό παλτό τους ακολουθεί και με 4 χνάρια τους οδηγεί στο σαλόνι του Μέγα αρχιερέα, όπου θα γίνει η δίκη του Ιουλιανού του Παραμπάτη, γιατί τον όρκο πάτησε και γράφει με σαφήνεια, κόντρα στης ασάφειας την αξία.
Ποιος θα μπορέσει το Μέγα αρχιερέα να καθαιρέσει; Μονάχα ένας άνθρωπος του δρόμου, δηλ ο Κουκής, ο κακός ο μαθητής , που καταλαβαίνει τι εννοούν όσα οι άλλοι δεν μπορούν.
Έτσι κατάφερε και τους 4 καλούς μαθητές να τουμπάρει και το θρόνο του αρχιερέα να πάρει.
Μα να σου πάλι εκείνος ο Ξυνός, σφόδρα ενοχλητικός κι ενοχλημένος, φωνάζει τη δόξα για να πάρει.
Το αστέρι όμως δεν τον ακούει και τον Κουκή παίρνει από το χέρι για να πάνε στο τέταρτο σημάδι, στο καμπαρέ το «Χρυσόψαρο». Εδώ ο κόσμος είναι μαγικός: πολύχρωμα φώτα, μουσική, χορός. Σε λίγο θα βγει ο Ρενέ Τζίφος και θα φέρει της νύχτας τη βασίλισσα, ποιος θα πει την είδα και τη φίλησα;
Οι 4 «καλοί» συμμαθητές, αεριτζήδες, γλεντοκόποι, σκορπάνε τα λεφτά, μα τί μπορούν να κάνουν αυτά; Η βασίλισσα τίποτα δεν θέλει, μόνο μιαν αγάπη περιμένει.
Ο Κουκής τι θα κάνει;
Το αστέρι βγήκε από το παράθυρο, έφυγε, γιατί έξω πήρε να ξημερώνει. Το φως μπήκε σιγά από το παράθυρο και ξύπνησε τον Κουκή. Τελείωσε το όνειρο; Όχι ακόμα, να κοντά στο παράθυρο ήρθαν όλοι που συνάντησε στο δρόμο, από την Αχλαδουρίτσα ως την Αθήνα: Οι 4 καλοί μαθητές, Περδικομύτης, Λαγός, Τραγογένης και Αλεπουδέλης, ο πατέρας και η μάννα, οι 3 αγάπες, Παρασκευή, Φωτεινή και Λαμπρινή, Η Μεγάλη Δέσποινα, η βασίλισσα της νύχτας κι εκείνος ο Ξυνός. Πώς έγινε αυτό;
Μα είναι απλό: Το μαγικό παλτό τους έφερε ως εδώ για να δείξουν και πάλι το δρόμο στον Κουκή που μόλις αύριο θα βγει από την καραντίνα για να κάνει και πάλι το ταξίδι της ζωής του, για να βρει την επιτυχία και την ευτυχία..
Κοζάνη 3-5-2020
Γκουτζιαμάνη Γιάννα