Λέξεις και φράσεις τη ποντιακής διαλέκτου που έχουν προέλευση από την αρχαιοελληνική διάλεκτο: Ανήθιν – Πιζέλιν -Δαυκίν -Δέσμιν – Σεύτελον -Κρομμύδ

By on 13/06/2021
Δέσποινας Μιχαηλίδου Καπλάνογλου
Στη σημερινή δημοσίευση, στην αναζήτηση ποντιακών λέξεων, θα αναφερθούμε σε
λέξεις που προέρχονται από την διατροφή , λαχανικά και αρωματικά φυτά όπως ήταν :Ο άνηθος ,τα μπιζελιά,τα καρόττα, ο δυόσμος ,τα παντζάρια και τα κρεμμύδια.
ΠΟΝΤΙΑΚΑ
Ανήθιν , Ανηθ’, γένιν, γεν.
Ο Άνηθος (επιστ.: Άνηθον το βαρύοσμον, Anethum graveolens) είναι φυτό της οικογένειας των Απιίδων . Είναι αυτοφυές στις Μεσογειακές χώρες .
Το ύψος του φτάνει τα 80 εκατοστά, ο βλαστός του είναι κοίλος και γραμμωτός, η ρίζα γογγυλώδης, τα φύλλα του πτερωτά νηματοειδή.
Ο άνηθος ήταν γνωστός στην Αρχαία Ελλάδα με τις ονομασίες άνηθον και άνησον. Από τα άνθη του παρασκεύαζαν άρωμα, ενώ το πρόσθεταν σε διάφορα κρασιά που είχαν την ονομασία ανηθίτης οίνος.
Ακόμα, στεφάνωναν τους νικητές με ανθισμένα κλαδιά άνηθου, και με το αιθέριο έλαιο των καρπών του άλειφαν το σώμα τους οι αθλητές γιατί το θεωρούσαν χαλαρωτικό και τονωτικό των μυών.
Στο Πόντο έβραζαν τα σπέρματα και χρησιμοποιούσαν το ζουμί κατά του πόνου του στομάχου.
Πιζέλιν πιζέλ’
Ως αρακάς αναφέρεται συνήθως το μικρό σφαιρικό πράσινο σπέρμα-καρπός ή ο πολύσπερμος λοβός του φυτού Πίσον το ήμερον (Pisum sativum), όσο και το ίδιο το φυτό. Το μπιζέλι (Pisum sativum var. saccharatum) πολλές φορές συγχέεται με τον αρακά..
Τα αρχαιότερα αρχαιολογικά ευρήματα αρακά χρονολογούνται από το τέλος της Νεολιθικής Εποχής εκεί που σήμερα είναι η Ελλάδα, η Συρία, η Τουρκία και η Ιορδανία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η καλλιέργειά του στο Δέλτα του Νείλου γινόταν ήδη από το 4800-4400 π.Χ., καθώς και στη Γεωργία από την 5η χιλιετία π.Χ. Ανατολικότερα η καλλιέργεια άρχισε αργότερα. Στο Αφγανιστάν ο αρακάς έφτασε περίπου το 2000 π.Χ. και στο δεύτερο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ. άρχισε η καλλιέργειά του στη λεκάνη του Γάγγη και στη νότια Ινδία
Σπέρματα βρέθηκαν στα ερείπια της Μ. Ασίας κοντά στην Τροία
Θεόφραστος:πίσο΄΄’’γράφει ότι καλλιεργούνται ‘’Χεδρωπα οιον κύαμος,ερέβινθος,πίσος όλως τα όσπρια προσαγορευμένο΄΄
Δαυκίν (Καρόττο )
Το καρότο ή καρώτο είναι φυτό μονοετές ή διετές και ανήκει στο γένος Δαύκος (Daucus) της οικογένειας των Απιίδων.
Προέρχεται από την Ασια, ενώ ήταν γνωστό φαρμακευτικό φυτό στην Αρχαία Ελλάδα με το όνομα Σταφυλίνος και κυρίως δαύκος. Επιστ. ονομασία Daucus carota subsp. maximus
Η ρίζα του είναι σαρκώδης με κωνικό μακρύ σχήμα και χρώμα πορτοκαλί, κίτρινο ή λευκό ανάλογα με την ποικιλία. Οι διάφορες ποικιλίες καρότου διακρίνονται από διαφορές στο σχήμα, το χρώμα και το μήκος της ρίζας. Τα φύλλα βγαίνουν από τη κορυφή της ρίζας και έχουν μακρύ μίσχο. Τη δεύτερη χρονιά αναπτύσσονται τα άνθη που είναι λευκά, κιτρινωπά ή ρόδινα.
Καλλιεργείται για τη σαρκώδη ρίζα του σε όλες τις Εύκρατες περιοχές, κυρίως το χειμώνα με ιδανική θερμοκρασία τους 15–18 βαθμούς. Προτιμά τα εδάφη με άφθονη υγρασία και καλά στραγγιζόμενα.
Δέσμη , δέσμιν , δεσμ’
Ο δυόσμος (επιστημονική ονομασία Mentha spicata, μίνθη (Θεοφραστος η σταχυώδης) είναι είδος μέντας, το οποίο είναι ιθαγενές της Ευρώπης και της Νοτιοδυτικής Ασίας. Ο δυόσμος, πέρα από τη χρήση του ως αντισπασμωδικό, τονωτικό και χωνευτικό βότανο, χρησιμοποιείται για να αρωματίσει διάφορα φαγητά. Απαντάται και με το όνομα ηδύοσμος, ( Διοσκουρίδης )
Στην αρχαιότητα τον χρησιμοποιούσαν στην κατασκευή μύρου αλλά και για φαρμακευτικούς σκοπούς. Ο Διοσκουρίδης, ο Ιπποκράτης και ο Πλίνιος το ανέφεραν συχνά ως φυτό με μεγάλη φαρμακευτική αξία και ωραιότατο άρωμα. Οι αρχαίοι Έλληνες έτριβαν το τραπέζι τους με δυόσμο, πριν καθίσουν να φάνε.
Σεύτελον ,Σεύτλον Ιων διαλ. Κοκκινογουλ
Τεύτλον Αττική διάλεκτος
Τεύτλο (ή βέτα ή κοκκινογούλι και παντζάρι). Γένος από μονοετή και πολυετή φυτά της οικογένειας των χηνοποδιιδών. Είναι γνωστά 10 είδη άγριου τεύτλου, που φυτρώνουν κύρια στη Μικρά Ασία, Υπερκαυκασία, Ιράν, Βαλκάνια, Κριμαία.
Η εξημέρωση του φυτού θεωρείται ότι έλαβε χώρα την 2η χιλιετία π.Χ. στην περιοχή της Μεσογείου. Το φυτό φτάνει σε ύψος το 1,5 μέτρο.
Ο γενάρχης του καλλιεργούμενου τεύτλου είναι το άγριο αλοφυτικό τεύτλο. Το καλλιεργούμενο τεύτλο είναι διετές φυτό. Τον πρώτο χρόνο αναπτύσσει ρίζες και ρόδακα από φύλλα. Το δεύτερο χρόνο αναπτύσσεται από τα γογγύλια (που φυλάχτηκαν το χειμώνα σε αποθήκες και μεταφυτεύτηκαν στο έδαφος) ανθοφόρο στέλεχος που στους κλάδους του σχηματίζει σπέρμα (συγκάρπια)
Κρομμύδ’
To κρεμμύδι είναι φυτό, γνωστό και με τα ονόματα κρόμμυον ή Άλλιον το κοινό. Επιστ. Άλλιο το κρόμμυο (Allium cepa) Τα φύλλα αλλά και ο βολβός του, κοινώς γνωστά ως φρέσκο κρεμμύδι & ξηρό κρεμμύδι αντίστοιχα, τρώγονται, έχοντας χαρακτηριστική καυτερή γεύση και άρωμα, που μετριάζεται αν το κρεμμύδι μαγειρευτεί .Ίχνη κρεμμυδιών που ανακτήθηκαν από τους οικισμούς της Εποχής του Χαλκού στην Κίνα υποδηλώνουν ότι τα κρεμμύδια χρησιμοποιήθηκαν ήδη από το 5000 π.Χ., όχι μόνο για τη γεύση τους, αλλά και την ανθεκτικότητα του βολβού στην αποθήκευση και τη μεταφορά Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι σεβάστηκαν τον βολβό του κρεμμυδιού, βλέποντας το σφαιρικό του σχήμα και τους ομόκεντρους δακτυλίους ως σύμβολα της αιώνιας ζωής.
Τα κρεμμύδια χρησιμοποιήθηκαν σε αιγυπτιακές ταφές, όπως αποδεικνύεται από ίχνη κρεμμυδιού που βρέθηκαν στις οφθαλμικές υποδοχές του Ραμσή Δ΄
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Ανήθιν – Πιζέλιν -Δαυκίν – Δέσμιν – Σεύτελον -Κρομμύδ’
**************************************************
– Ανήθιν ανηθ΄
Τ αποκαλούσαν και Γένιν λόγω της ομοιότητας με το γένι των ανδρών
ο πληθυντικος γένεια= γενειάδα
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Άνηθον
Ετυμολογία Άνηθον & αντισόν : Άνηθος < αρχαία ελληνική ἄνηθον (ουδέτερο)
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Αγριάνηθο
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : ανηθόλη , ανηθόσπορος,αγριοάνηθο.
************************************
– Πιζέλιν πιζέλ’
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : πίσος
Ετυμολογία αρακάς =πζελιν πιζέλ’ πισον πισος πίσον < πίσος
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Αρακάς , μπιζέλι.
Σύνθετη ή συγγενής λέξη :πίσον, μπιζελιά ,μπιζέλι
**************************************
– Δαυκίν
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη :δαῦκος
Ετυμολογία Δαύκος , δαυκίο < μεσαιωνική ελληνική δαυκί(ν) < ελληνιστική κοινή δαυκίον < δαῦκος
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Άγριο καρότο , καρότο • (ιδιωματικό) (βοτανική) άγριο καρότο
Σύνθετη ή συγγενής λέξη :δευκί , δαυκίο
**************************************
– Δέσμη , δεσμέα, δέσμιν
Ποντιακή φράση : ΄΄Δέσμεαν το φαϊν μυρίζ”
Προέρχεται από την σύνθεση των αρχαιοελληνικών λέξεων : Ηδύς+οσμή = ηδύοσμος
Ετυμολογία Δυόσμος = < αρχαία ελληνική ηδύοσμος < ηδύς + οσμή
ηδύς < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *sweh₂dús (ηδύς) < *sweh₂d- (ηδύς)
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Δυόσμος
Επίθετο ηδύς ηδύς, = γλυκός ευχάριστος και Οσμή = μυρωδιά
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Δεσμόλαδον = Δέσμιν+ελάδιν
**************************************
– Σεύτελον, και κοκκινογούλ’
Α, η ονομασία : Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : σεύτλο
παντζάρι = Ετυμολογία αρχ ιωνικό σεύτλο
Β,η ονομασία : Προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων : κόκκος + γόγγυλος
Ετυμολογία Κοκκινογούλι /τὸ/ ( κόκκονος ή κόκκος-γόγγυλος)
Κατά τον Αδριώτη η λέξη γουλί, προέρχεται από το μεσαιωνική γουλίν κι
αυτή από το αρχαίο ουσιαστικό άγλις, αγλίον, γουλί, όπως ιγδίον, γουδί .
Το γουλί, από το μεσαιωνικό γουλίν κι αυτό από το αρχαίο ουσιαστικό άγλις, αγλίον, γουλί, όπως ιγδίον, γουδί (Ανδριώτης).
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Κοκκινογούλι ,τεύτλον, παντζάρι*.
*Η λέξη παντζάρι, που ξέρουμε, είναι τούρκικη (pancar) , όπως και το περίπου ομόηχο παντζούρι. (pancur)
Σύνθετη ή συγγενής λέξη :Σεύτελος,,σευτελόρυζον,σευτελόσπορον.
**************************************
– Κρομμύδ’ – κρομμύδιν
Προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη : Κρόμμυον
Ετυμολογία κρεμμύδι < (κληρονομημένο)< μεσαιωνική ελληνική κρεμμύδιν < ελληνιστική κοινή κρέμμυον < αρχαία ελληνική κρόμμυον
Στην νεοελληνική αποδίδεται: Κρεμμύδι
Σύνθετη ή συγγενής λέξη : Κρομμυδόφυλλον,κρομμυδόφυτον ,κρομμύδας.

Σχολιάστε αυτό το άρθρο!

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.

%d bloggers like this: