Μετά τον Γ. Λασσάνη, εγώ, ο Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης (1923- 1926) (1927- 1942), Ιωακείμ Αποστολίδης( 1883-1962).
ΕΚΤΕΝΕΣ ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ:
Σας ζητώ λίγο χρόνο από τον πολύ και αδιάθετο τούτες της μέρες. Λίγη απόσπαση σας ζητώ από το φόβο της πανδημίας, το φόβο για τη ζωή και την επόμενη μέρα.
Γιατί κι εγώ από την πανδημία της σκλαβιάς έρχομαι κι από τους αγώνες να υπηρετήσω την αγάπη του Χριστού και τη θυσία για τη λευτεριά.
Γιατί οι συγκαιρινοί μου εκδήμησαν κι η τοπική ιστορία παραγκωνίστηκε, γιατί ως ανδριάντας δεν έχω χάσει μόνο την πλατεία, αλλά και κάθε σπιθαμή γης μέσα στην πόλη, από τους σημερινούς ιθύνοντες.
Επειδή το άγαλμά μου δεν προκαλεί, απλά, την αγαλλίαση ως έκφραση του ελληνικού κάλλους, συμβολίζει τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες, ιδιαίτερα του σεπτού κλήρου, κι η θέση του περίοπτη έπρεπε να είναι.
Γεννήθηκα στη Βιθυνία κι ανδρώθηκα στο περιβάλλον του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, που πρότασσε την επιβίωση του Ελληνισμού στην Ανατολή.
Σπούδασα, αριστεύοντας, στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι. Ανάμεσα στους συνομιλητές μου ήταν ο Αιμιλιανός Γρεβενών, με τη γνωστή θυσία του, γιατί και των δυο μας οι καρδιές, εν Χριστώ, χτυπούσαν πατριωτικά.
Ως Μητροπολίτης Αθύρων, 1914, στήριξα τους αντάρτες και τον ελληνικό στρατό, αγωνιζόμενος διοικητικά και οργανωτικά να στηρίξω τον ελληνισμό. Γι αυτή μου τη δράση καταδικάστηκα σε θάνατο από τους Νεότουρκους και για να γλυτώσω, φυγαδεύτηκα στον Πειραιά.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, βρέθηκα στην πόλη σας ως Μητροπολίτης μιας ιστορικής Μητρόπολης, με διακεκριμένους προκατόχους για την πνευματικότητά τους και για τους εθνικούς αγώνες. Βρέθηκα εν μέσω εκατοντάδων προσφύγων, πρόσφυγας κι εγώ, αλλά με ιδιότητα ευθύνης και μ΄ επίκεντρο το Δρίζειο οικοδόμημα, έδρα της Επιτροπής Αποκαταστάσεως των Προσφύγων, νοιάστηκα ακατάπαυστα για τις οξυμμένες ανάγκες.
Νοιάστηκα για όλους σε μια πόλη των περίπου 12000 κατοίκων, αλλά και για την ευρύτερη περιοχή. Η Κοζάνη, μόλις δέκα χρόνια πριν (1912) είχε απελευθερωθεί από τον τουρκικό ζυγό, τα καραβάνια των εμπόρων στη Μεσευρώπη είχαν ατονήσει και φτωχοί γεωργοκτηνοτρόφοι, εργάτες γης κι ισνάφια στην παρακμή τους την κατοικούσαν.
Όλοι, όμως, οι συμπατριώτες σας, ήταν διαποτισμένοι από τις απελευθερωτικές ιδέες του διαφωτισμού που έφερναν οι έμποροι κι οι ιατροφιλόσοφοι, οι σπουδαγμένοι στην Ευρώπη. Όλοι συσπειρωμένοι γύρω από τη Μητρόπολη και τη δημογεροντία τους προετοίμαζαν την αναστάσιμη μέρα της λευτεριάς.
Το βάρος της ιστορίας κι η ευθύνη για την αντιμετώπιση της ανέχειας ήταν η σπίθα για την επιστολή μου,1936, επί μεταξικής δικτατορίας προς το βασιλιά και την κυβέρνηση, την οποία πλήρωσα με εξάμηνη εξορία στο Άγιον Όρος. Σ΄αυτήν ανάμεσα στα άλλα για την ανάπτυξη της περιοχής, έθεσα και το ζήτημα της ολοκλήρωσης της σιδηροδρομικής γραμμής Βεροίας- Κοζάνης- Καλαμπάκας, θέμα που παραμένει ανοιχτό κι επίκαιρο ακόμα.
Να σας ομολογήσω, βέβαια, πως ο αέρας της επαρχίας ήταν βαρύς για μένα και κάποια στιγμή μπήκα σε περιπέτειες του εξωτερικού, που σύντομα έληξαν.
Κι αργότερα, όταν η πατρίδα γνώρισε την τριπλή κατοχή, έκανα τη Μητρόπολη έδρα του ΕΑΜ, πετυχαίνοντας τη συνεργασία των αντιστασιακών οργανώσεων της περιοχής. Στηριζόμενος στον κλήρο, με πρωτεργάτη τον αρχιμανδρίτη Ιωακείμ Λιούλια , αλλά και σε ντόπιους που είχαν δυνατότητα, φροντίσαμε για τον επισιτισμό.
Από άμβωνος, στηλιτεύοντας το ολοκαύτωμα των Πύργων και του Μεσόβουνου, όταν οι Γερμανοί, μέσω των μαυραγοριτών έφεραν προς πώληση τα σφαγμένα ζώα τους στην αγορά, σας κάλεσα σε αποχή, αφού θα ήταν σα να πίναμε το αίμα των αδερφών μας.
Στα Σέρβια, πάλι από άμβωνος , επανέφερα το, κάθε στάνη και φρούριο, κάθε κλαδί κι αντάρτης, καλώντας σας στην ένοπλη αντίσταση. Ο δρόμος για το βουνό ήταν αμετάκλητος για μένα και τα Πιέρια ήταν το καταφύγιό μου. Μετείχα, όμως, και στην κυβέρνηση της Ελεύθερης Ελλάδας, με την ιδιότητα του Αντιπροέδρου. Όταν άρχισε ο οδυνηρός εμφύλιος, απευθύνθηκα στον πρωθυπουργό Σοφούλη για την εξεύρεση δυνατότητας αποτροπής. Το 1950, για την πατριωτική μου δράση μου επιβλήθηκε ποινή, κηρύχτηκα έκπτωτος και καθαιρέθηκα, αλλά ως το θάνατό μου δεν έπαψα να αγωνίζομαι για την κοινωνική δικαιοσύνη και για την ειρήνη. Το 1957 η Πολιτεία με αποκατέστησε και επισήμως το 2000.
Οι περιπέτειές μου, όμως, δεν έχουν τελειωμό κι αφότου φιλοτεχνήθηκα. Το 93, βρήκα τη στέγη μου στη κεντρική πλατεία της πόλης, απομακρύνθηκα για την ανάπλασή της και τώρα εξοβελίζομαι στα πέριξ, δε λέω, σε τόπο ιερό, συνδεμένο, όμως, με την ιδιαίτερη ιστορία της περιοχής, τα νταμάρια, τόπο εκτελέσεων από τους Γερμανούς, σε μέρος που γειτνιάζει μόνο με βιαστικά αυτοκίνητα.
Αντί της περίβλεπτης θέσης για τους ανδριάντες, μπαίνω κι εγώ σε ιστορική απομόνωση, με διαδικασίες συνοπτικές, ευκολίας, γατί φαίνεται πως συμβολίζω επικίνδυνες αξίες.
Γιατί τόση βιασύνη; Δεν μου έδωσαν καν τη δυνατότητα να μιλήσω στο Δημοτικό Συμβούλιο για να με γνωρίσουν οι νέοι. Είμαι τόσο επίφοβος κι η μετεγκατάστασή μου τους απαλλάσσει; Φαίνεται πως δεν υπολογίζουν το σημασιολογικό φορτίο μου που είναι βαρύ κι έχει συνέπειες…
Γιατί τόση σιωπή από τους ομολόγους μου; Δεν είναι ιεροί οι πατριωτικοί αγώνες του κλήρου , ο δρόμος που χάραξε ο Παπαφλέσσας, ο Σαμουήλ, ο Ιωακείμ Λιούλιας;
Γιατί τόση σιωπή από τους πρωτοστάτες του 92, που διακρίνονται ακόμα για τις πολιτικές τους παρεμβάσεις;
Γιατί τέτοια μεταστροφή από τους πρωτοστάτες του 92; Χάθηκε η επαναστατική ορμή της νιότης κι οι πανανθρώπινες αξίες της λευτεριάς και της αναγνώρισης των αγωνιστών της θεωρήθηκαν ξεπερασμένες ή κι ασύμφορες για τα νέα κι ασύντακτα σχήματα;
Ποιά η διδαχή για τους νέους που γνωρίζουν την τοπική ιστορία στη διάψευσή της;
Προσωπικά δεν με πειράζει πού θα με στήσουν.
Με τρυπάει, όμως, και με πρασινίζει η κυριαρχία του πνεύματος της υποταγής.
Με σκεβρώνει η αποχύμωση της ιστορίας από τις ιδέες της.
Τα ορειχάλκινά μου δάκρυα οικτίρουν τέτοιες αποφάσεις, ταυτόχρονα όμως, ποτίζουν νεανικές συνειδήσεις να σφυρηλατήσουν και πάλι τις αξίες τις λευτεριάς, της ειρήνης, της κοινωνικής δικαιοσύνης, για την απελευθέρωση της ζωής από την ασφυξία της… Τάσα Σιόμου
Υ.Γ. Ως πολίτης έμεινα ενεός