Πώς μας προέκυψε πάλι αυτό το έργο; Το ίδιο κάθε χρόνο; Σάστισαν ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. Ο Αριστοφάνης έκλεισε το μάτι, σαν να το περίμενε. Τον ξέρει καλά τον Έλληνα. «Είναι ένας τσογλαναράς ,ίδιος ο Απόλλωνας». Μονίμως παίζει θέατρο. Κι ενώ κάνει τραγωδία πέραν του φυσικού της μεγέθους και όλα παίζονται ζωντανά, εκείνος ατάραχος βαυκαλίζεται στον καθρέφτη, γιατί απλούστατα θα περάσει κι αυτό.
Ας πούμε ότι πέρασε, για να μπορέσουμε να το δούμε από την αρχή μέχρι το τέλος.
Ο χώρος: Η Ελλάδα, τα βουνά και τα λαγκάδια της.
Ο χρόνος: 12 μέρες
Ο θίασος: 60 εκλεγμένοι και 40 υπηρέτες τους.
Ο συγγραφέας: Ο άγνωστος χ, ένας ύποπτος που πάντα παραμονεύει για την πλέον κακή στιγμή και μονίμως καταζητούμενος.
Ο σκηνοθέτης: Ο λαμπερός επιτελάρχης, ο οποίος ποτέ δεν ξέρει τίποτα. Οι εκλεγμένοι του πάντα κάνουν τις βρώμικες δουλειές κι εκείνος απλώς βάζει την υπογραφή του φαρδιά πλατειά σαν το σαρδόνιο χαμόγελό του.
Το έργο είναι μεταμοντέρνο, ξεπερνά το κλασσικό.
Το σκηνικό είναι ζωντανό. Πύρινες γλώσσες ξεπήδησαν από τα βουνά και τα λαγκάδια και τρέχουν προς το κέντρο της σκηνής. Οι θεατές τρέχουν αλαφιασμένοι έξω από το θέατρο να τις σβήσουν με λάστιχα και κουβάδες, ό,τι μπορεί ο καθένας. Ο σκηνοθέτης έδωσε οδηγία να φύγουν όλοι από τα σπίτια τους και τρέχουν όλοι και φωνάζουν λόγια ακατάληπτα, εκτός του κειμένου, με θυμό, οργή, αγωνία. Τους πονάει το σπίτι τους, το βιος τους.
Παρακείθε μια παραφωνία. Μια γυναίκα οργίζεται και φωνάζει, γιατί τις αρπάζουν το σπίτι της για 800 ευρώ. Είναι τόσο επικίνδυνες οι φωνές της? 4 πυροσβεστικά και άλλα τόσα ΜΑΤ έσπευσαν να της κλείσουν το στόμα. Στο έργο δε χωράνε αντιδράσεις, ούτε αυθαιρεσίες.
Οι 60 εκλεγμένοι στο κέντρο της σκηνής καθρεφτίζονται. Τι ωραίοι που είναι? χορεύουν μάγκικη ζεΪμπεκιά, λιάζονται σαν τις σαύρες στις ξαπλώστρες. Απολαμβάνουν το δικό τους παράδεισο. Τους βλέπουν και ευχαριστιούνται οι 40 υπηρέτες τους. Ευτυχώς το κακό είναι πάντα μακριά τους.
Κι όμως οι παραφωνίες είναι εκκωφαντικές. Είναι οι κραυγές από τα ζωντανά του δάσους, που βρήκαν φρικτό θάνατο, κάηκαν αβοήθητα. Είναι κι εκείνη η υπόκωφη κραυγή του 20χρνου παλληκαριού, ένα από τα αποπαίδια της στυγνής Ευρωπαϊκής ηγεσίας, που έπεσε μόνο κι έρημο στη μέση του δρόμου, με μια σφαίρα στην καρδιά, χωρίς τη μάννα να τον αγκαλιάσει, συγγενείς να το θρηνήσουν, χωρίς όνομα, από το όπλο του πάνοπλου αστυνομικού, που σκόνταψε και έπεσε. Και μια βουή από κραυγές πνιγμένων έρχεται από τα βάθη της θάλασσας και πλημμυρίζει το χώρο. Η ατμόσφαιρα έγινε ασφυκτική. Έξωθεν παράγοντες παραβίασαν τη ροή. Πέρασε ο χρόνος, το έργο οδεύει προς το τέλος.
Η σκηνή γέμισε καπνούς, σπασμένα τζάμια από εκρήξεις, το κοινό τρέχει αλαφιασμένο να βρει το σπίτι του, να σώσει οτιδήποτε αν σώζεται. Στην αναμπουμπούλα μπαίνουν στη σκηνή, σπάζουν τους καθρέφτες, αναποδογυρίζουν τις καρέκλες. Οι 60 εκλεγμένοι και οι 40 υπηρέτες τους επαναλαμβάνουν θλιβερά την επωδό: οι άλλοι φταίνε
Ξημέρωσε μια άλλη μέρα. Κάποιος τράβηξε την κουίντα. Το σκηνικό είναι κρανίου τόπος. Το πλούσιο πράσινο που έσφυζε από ζωή διαγράφηκε από το καρβουνιάρικο γκρίζο και μαύρο. Διάσπαρτα απανθρακωμένα ζώα, πουλιά, ερπετά, άνθρωποι οι πινελιές του θανάτου, μ’ εκείνη την ανατριχιαστική μυρωδιά του καμένου.
Πέρα μακριά ηχούν κλαρίνα και βιολιά. Κρατούν ζωντανά τα λαϊκά πανηγύρια. Κάτι ήξερε ο Αριστοφάνης. Η ζωή και ο θάνατος πορεύονται δίπλα δίπλα.
Κοζάνη 30-7-2023
Γκουτζιαμάνη Γιάννα