giapraki.com

Η προέλευση των ποντιακών λέξεων και φράσεων από την αρχαία ελληνική διάλεκτο: Εχαλάουτον -Να πλεθύν’- Νουνίζ’ Από το τραγούδι ” Το γεφύριν της Τριχας” (Χορός διπάτ)

Της Δέσποινας Μιχαηλίδου Καπλάνογλου

Στην σημερινή δημοσίευση θα δούμε 3 λέξεις Εχαλάουτον -Να πλεθύν’-  Νουνίζ’   .Βρίσκονται σε ένα ποντιακό τραγούδι με το όνομα  ” Το γεφύριν της Τρίχας ”με πολλούς στίχους ,ο στίχος που επιλέξαμε είναι ο πρώτος .
Είναι ένα  δημοτικό τραγούδι που έχει προέλευση από  την  Ελληνική Μυθολογία, βάση της οποίας, οι ψυχές μετέβαιναν στον Άδη περνώντας πάνω από το Τρίχινο Γιοφύριν. Το γιοφύρι σειόταν και έτρεμε και κάποιες ψυχές κατακρημνίζονταν στο βάραθρο. Από κάτω του περνούσαν οι τρεις ποταμοί του Άδη, ο Αχέρων, ο Κώκυτος και ο Περιφλεγέθων.

Το Γιοφύρι το  συναντάμε σε δημοτικά τραγούδια σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας
Αλλά και πολλά γεφύρια έχουν πάρει αυτό το όνομα  συνδέοντας τα με κάποια ανθρωποθυσία.

Στον Πόντο
Είναι το θρυλικό γεφύρι του Πόντου που σύμφωνα με το τραγούδι χτίστηκε με ανθρωποθυσία. Βρίσκεται στο δρόμο Τραπεζούντας- Ερζερούμ σε απόσταση 18 χιλιομέτρων από την Τραπεζούντα. Ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού Πυξίτη. Σήμερα δεν χρησιμοποιείται. Διατηρείται σαν μνημείο, που υπενθυμίζει τον τραγικό θρύλο που ο πρωτομάστορας για να στεριώσει το γιοφύρι, θυσίασε στα θεμέλιά του τη γυναίκα του.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα

Στην Λιβαδειά
Τρίχινο Γιοφύρι ή Γιοφύρι της Τρίχας είναι ένα μεσαιωνικό υδραγωγείο, μέρος του συστήματος παροχής νερού στο κάστρο της Λιβαδειάς. Διαθέτει τρεις καμάρες και ενώνει τις αντικριστές πλαγιές του φαραγγιού της Έρκυνας. Αν και η κατασκευή είναι σχετικά στενή, οι ντόπιοι κάτοικοι την χρησιμοποίησαν σαν γέφυρα για την μετακίνησή τους πάνω από το φαράγγι.

Το γεφύρι της Αρτας.
Το γνωστό γεφύρι αν και δεν αποκαλείται Γεφύρι της Τρίχας η ιστορία του συμπεριλαμβάνει ανθρωποθυσία .

ΤΟ ΓΕΦΥΡΙΝ ΤΗΣ ΤΡΙΧΑΣ
ΠΟΝΤΙΑΚΑ
Ακεί πέραν σό Δρακολίμν’, σης Τρίχας το γεφύριν,
χίλιοι μαστόρ’ εδούλευαν και μύριοι μαθητάδες.
Όλεν τ’ ημέραν έχτιζαν, τη νύχταν εχαλάουτον.
Οι μάστοροι εχαίρουσαν, θε να πλεθύν’ η ρόγα,
οι μαθητάδες έκλαιγαν, τσί κουβαλεί λιθάρια;
Κι ατός ο πρωτομάστορας νουνίζ’ νύχταν κι ημέραν.
ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Στη Δρακολίμνη πέρα εκεί, στης Τρίχας το γεφύρι,
χίλιοι μαστόροι δούλευαν και μύριοι μαθητάδες.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ γκρεμιζόταν.
Και τα μαστόρια χαίρονταν, θε ν’ αυξηθεί ο μισθός
κι οι μαθητάδες κλαίγανε! Ποιός κουβαλάει πέτρες;
Μονάχα ο πρωτομάστορας όλο και συλλογιέται..


.
Η ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
1.. Εχαλάουτον
—  Προέρχεται από την αρχαία Ελληνική λέξη  Χαλάω (συνηρημένο: χαλῶ)
* Οι χρόνοι του ρήματος : Ενεργ. ενεστ. χαλάω’ και επικός τύπος χαλαίνω, μέλλων χαλάσω, αορ. ἐχάλασα επικός τύπος και χάλασσα, παρακ. κεχάλακα   Παθ. αόρ. ἐχαλάσθην’, παρακ. κεχάλασμαι υπερσ. Ἐκεχαλάσμην
* Εκφράσεις.   Λένε:  Την οργήν χάλασον: χαλάρωσε,  κάνε πέρα την οργή, παράβλεψέ το.
* Συγγενικές λέξεις : Χαλαρός ,  χαλαρότης ,     χάλασμα
— Και στην νεοελληνική χρησιμοποιείται η λέξη Χαλάω ,καταστρέφω

2  Να πλεθύν’
— Προέρχεται από την αρχαία Ελληνική λέξη πίμπλημι  ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pleh₁- (γεμίζω) εξ’ου και πλήθος  (παθητική φωνή: πίμπλαμαι)
* Συγγενικές λέξεις : Άπλητος , πλέως ,   πλῆθος ;  πλήθω ,   πλήρης
— Στην νεοελληνική διάλεκτο , λέξη που χρησιμοποιείται πλέον ειναι
γεμίζω , πληρούμαι,  (μεταφορικά) χορταίνω  ,    ικανοποιώ

3. Νουνίζ’   Νουνίζω
— Προέρχεται από την αρχαία Ελληνική λέξη νους < αρχαία ελληνική νοῦς, αττική συνηρημένη μορφή του ουσιαστικού νόος ,(σπάνιο) (ποιητικός τύπος) πληθυντικός: νόες
Ουσιαστικό  νους αρσενικό, μόνο στον ενικό.
* Εκφράσεις .  Λένε :ο Αριστοτέλης υπήρξε ένας σημαντικός νους της αρχαιότητας
Ιθύνων νους: ο άνθρωπος που συλλαμβάνει, σχεδιάζει και κατευθύνει μια διαδικασία
* Συγγενικές λέξεις : Διάνοια ,Νόηση ,    διανοούμαι ,  διανοητικός
— Στην νεοελληνική είναι :  σκέπτομαι , απασχολώ τον νου
Νους είναι και οι  πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου ,  η λογική σκέψη.
Ο ΧΟΡΟΣ
Το τραγούδι χορεύεται και ο χορός ακούει στο όνομα Διπάτ , πήρε την ονομασία του από τα δύο ρυθμικά μέτρα ή πόδες ή πατήματα.
Λέγεται ακόμη ” ομάλ’ Τραπεζούντας ” από το όνομα της πόλης και της περιοχής που τον ανέδειξε, αλλά και
«’Κοδεσπενακόν ομάλ’», ομάλ’ δηλαδή αφιερωμένο στις οικοδέσποινες των ποντιακών οικογενειών.
” Γιαβαστόν” σε χωριά της περιοχής της Τραπεζούντας.
”  Διπλόν ομάλ’’ η ονομασία του στο Καρς,( απ’  ‘οπου και  οι ρίζες  μου).
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ : ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Είναι χορός τελετουργικός, με έκδηλη την ηθική πραότητα, την ευγένεια και τη σεμνότητα της ψυχής που δεν την διαταράσσουν τα πάθη.
Έχει χαρακτήρα ομαδικό, μορφή κυκλική και χορεύεται από άνδρες και γυναίκες, ανάλογος με τους αρχαίους σεμνόπρεπους  θρησκευτικούς χορούς.
Χαρακτηριστικό των αρχαίων θρησκευτικών χορών, που αποτελούσαν το τυπικό της αρχαίας λατρείας και θεωρούνται αρχαιότεροι από όλους, είναι ότι ήταν ήρεμοι, με αυστηρή αρμονία, κάποτε γοργού ρυθμού, και χορεύονταν γύρω από το βωμό με ύμνους ειδικούς, όπως ο παιάν και το υπόρχημα. Είχαν και αυτοί σύσταση τριαδική: μουσική-κίνηση-ποίηση.
Θεωρείται από πολλούς μελετητές ότι έλκει την προέλευσή του από τον αρχαίο τελετουργικό χορό προς τιμή της θεάς Εστίας, προστάτιδας της οικογένειας.
**********************************************************************
Παρακάτω  παραθέτουμε ολόκληρο  το τραγούδι το  οποίο μπορεί  όποιος  επιθυμεί   να  διαβάσει.
ΟΛΟΙ ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΣΤΗΝ ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΛΕΚΤΟ
Τη Τρίχας το γεφύρ’
Ακεί πέραν ‘ς σό Δρακολίμν’, ‘ς ση Τρίχας τό γεφύρι (ν)
χίλιοι μαστόρ’ εδούλευαν και μύριοι μαθητάδες.
Όλεν τή μέραν έχτιζαν, τη νύχτα εχαλάουτον.
Οι μάστοροι εχαίρουσαν, θενά πλεθύν’ η ρόγα,
οι μαθητάδες έκλαιαν, τσι κοβαλεί κιθάρα
κι ατός ο πρωτομάστορας νουνίζ’ νύχταν κ’ ημέραν.
********************************************* ΕΠΙΛΟΓΗ
-Ντο δίς με, πρωτομάστορα, και στένω το γεφύρι σ’;
-Αν δίγω σε τον κύρη μου, άλλον κύρην πα ‘κ’ έχω!
– Ντο δίς με, πρωτομάστορα, και στένω το γεφύρι σ’ ;
– Αν δίγω σε τήν μάννα μου, άλλο μάνναν πα ‘κ’ έχω!
– Ντο δίς με, πρωτομάστορα, και στέκει το γεφύρι σ’;
-Αν δίγω σε τ’ αδέλφα μου, άλλ’ αδέλφα πα ‘κ’ έχω!
– Ντο δίς με, πρωτομάστορα, σταλίζω τό γεφύρι σ’;
-Αν δίγω σε και τα πουλλά μ’, άλλο πουλλά πα ‘κ’ έχω!
– Ντο δίς με, πρωτομάστορα, στερένω τό γεφύρι σ’;
-Αν δίγω σε τήν καλή μου, καλύτερον ευρήκω!
Μενύ’ και λέει την καλήν ατ’ αγλήγορα να έρται.
-Κομάν τό Γιάννεν ‘κ’ έλουσεν καί ‘ς σό κουνίν ‘κ’ εθέκεν,
‘κομάν τά χτήνα ‘κ’ έλμεξεν, τά μουσκάρα ‘κ’ εδέκεν.
Διπλομενύ’ τήν έρημον μέ τ’ άοικον πουλλόπον,
τήν Σάββαν άς πάη ‘ς σό λουτρόν, τήν Κερεκήν ‘ς σό γάμον
και τήν Δευτέραν τό πουρνόν αδά άς ευρισκαται.
Πήγεν τήν Σάββαν ‘ς σό λουτρόν, τήν Κερεκήν ‘ς σόν γάμον,
μυρόλουσεν τόν Γιάννεν ατ’ς καί ‘ς σό κουνίν εθέκεν,
τά χτήνα εκαλάλμεξεν και τά μουσκάρα ‘κόλτσεν
και τήν Δευτέραν τήν πιρνήν ‘ς σό Δρακολίμν’ ευρέθεν.
-Κάλη μ’, ακει ‘ς σό Δρακολίμν’ ‘ρούξεν τό δαχτυλίδι μ’,
εκεί τη κυρού μ’ τό πουγγίν, τη μάννα μ’ τό λογάρι
εκεί π’ εμπαίν’ και παίρ’ ατα, ας έχ’ εμέν κ’ εκείνα.
Πέντε οργέας κατηβαίν’ και μέ τήν τραβωδίαν
καί άλλα πέντε κατηβαίν μέ τή μοιρολοίαν .
-Κι άρ’ ‘κι πονώ τά κάλλα μου κι άρ’ ‘κι πονώ τή νέτε μ’,
πονώ και κλάιω τό πουλλί μ’, ντ’ εφέκα κοιμισμένον.
Άμον τό τρομάζ’ ν τά γόνατα μ’, νά τρομάζ’ τό γεφύρι σ’
κι άμον τό σείουν τά μαλλά μ’, να σείουν οι δαβάτοι
κι άμον τό τρέχ’νε τά δάκρα μ’ νά τρέχη τό ποτάμι.
-Ευχέθ’, κάλη μ’, ευχέθ’, κάλη μ’, ευχέθ’, μή καταράσαι,
αδέλφα έεις ‘ς σήν ξενιτάν, έρχουνταν καί δαβαίν’ νε.
-Κι άμον τό στέκ’ νε τά γόνατα μ’, νά στέκη τό γεφύρι
κι άμον τό στέκ’ νε τά μαλλά μ’, νά στέκ’νε οι δαβάτοι
κι άμον τό στέκ’ νε τά δάκρα μ’, νά στέκη τό ποτάμι.
Τρί’ αδέλφα έμ’ νες εμεις κ’ οί τρεί καταραμένοι,
είνας εχτ’ σεν τήν Άδεσαν κι άλλε τό Δεβασίρι (ν)
κι εγώ η τρισκατάρατος τη Τρίχας τό γεφύρι (ν).

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Της Τρίχας το γεφύρι
Κει πέρα στη Δρακόλιμνη, στης Τρίχας το γεφύρι,
Χίλιοι μαστόροι δούλευαν και μύριοι μαθητάδες.
Όλη τη μέρα χτίζανε, τη νύχτα γκρεμιζόταν.
Οι μάστοροι χαιρόντουσαν, που θα πληθαίν’ η ρόγα,
οι μαθητάδες κλαίγανε, ποιος κουβαλάει λιθάρια;
κι αυτός ο πρωτομάστορας σκέπτεται νύχτα μέρα.
***********************************************ΕΠΙΛΟΓΗ
-Τί δίνεις, πρωτομάστορα και στήνω το γεφύρι;
– Άν δίνω σε τον κύρη μου, κύρην άλλον δεν έχω!
-Τί δίνεις, πρωτομάστορα και στήνω το γεφύρι;
-Άν δίνω σε τη μάνα μου, δεν έχω άλλη μάνα!
-Τί δίνεις, πρωτομάστορα και στέκει το γεφύρι;
– Άν δίνω σε τ’ αδέλφια μου, αδέλφι’ άλλα δεν έχω!
– Τί δίνεις, πρωτομάστορα στεριώνω το γεφύρι;
– Άν δίνω σε και τα παιδιά, παιδάκι’ άλλα δεν έχω!
– Τί δίνεις, πρωτομάστορα στεριώνω το γεφύρι;
– Άν δίνω τη γυναίκα μου, καλύτερη θε να ‘βρω!
Μηνάει και τη γυναίκα του γρήγορα να προφτάσει.
-Τον Γιάννη δεν τον έλουσε, στη κούνια δεν τον βάζει,
τα ζά και τα μοσχάρια της δεν τ’ άρμεξεν ακόμα .
Ξαναμηνά στην έρημη μήνυμα μ’ ερμοπούλι,
να πάει Σάββατο στο λουτρό, την Κυριακή στο γάμο,
και τη Δευτέρα το πουρνό δω και πέρα κι όλας να ‘ναι.
Σάββατο πήγε στο λουτρό, την Κυριακή στο γάμο,
μυρόλουσε το Γιάννη της, στην κούνια τονε βάζει,
καλάρμεξε τα ζωντανά, βύζαξε τα μοσχάρια,
και τη Δευτέρα το πουρνό στη Δρακολίμνη ευρέθη.
-Στη Δρακολίμνη μου ‘πεσε, καλή, το δαχτυλίδι
κει το πουγγί του κύρη μου, της μάννας το λογάρι,
όπου βουτά και παίρνει αυτά, ας έχει αυτά κι εμένα.
Πέντε οργυιές κατέβηκε κι ολοένα τραγουδούσε,
Πέντ’ άλλες εκατέβηκε κι όλο μοιρολογώντας.
-Κι αν δεν πονώ τα κάλλη μου, κι αν δεν πονώ την νιότη,
πονώ και κλαίω το πουλί, π’ άφησα κοιμισμένο.
Ως τρέμουνε τα γόνα μου, η γέφυρά σου ας τρέμει,
κι ως τα μαλλιά μου σείονται, να σείουνται οι διαβάτες,
κι ως τρέχουνε τα δάκρυά μου, να τρέχει το ποτάμι.
-Καλή μου, ευχήσου, πες ευχές, ευχές, μην καταριέσαι,
-Έχεις στην ξενιτιά αδελφούς, έρχονται και περνάνε.
– Κι ως στέκουνε τα γόνα μου, να στέκει το γεφύρι’
κι ως τα μαλλιά μου στέκουνε, να στέκουν οι διαβάτες,
κι ως στέκουνε τα δάκρυα μου να στέκει το ποτάμι.
Τρεις αδελφές ‘μεις ήμασταν κι οι τρεις καταραμένες,
μια χτίζει την Άσεδα, το Δεβασίρι η άλλη,
κι εγώ η τρισκατάρατη της Τρίχας το γεφύρι.

Exit mobile version