Το “Δέκα λεπτά κήρυγμα” είναι κωμική τηλεοπτική σειρά, που προβλήθηκε κατά τα έτη 2000-2003. Μια ανάσα πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, η ελληνική τηλεόραση βρισκόταν στο απόγειό της, απ’ όπου πήδηξε και έπεσε χωρίς προμετωπίδα. Η σειρά δεν μπορεί με τίποτα να χαρακτηριστεί αριστούργημα, αλλά δεν μας ενδιαφέρει κιόλας. Εμάς μας αφορά η αλήθεια της· και σίγουρα έχει πολλές αλήθειες να μας πει. Οι ανάγκες ενός σημερινού εφήβου είναι πάνω-κάτω οι ίδιες, σαν κι αυτές του Λεωνίδα και των φίλων του. Κάρτα για το κινητό, αναζήτηση ισορροπίας ανάμεσα στον χρόνο για διάβασμα και σε ό,τι περισσεύει για παιχνίδι (κυρίως στον υπολογιστή), ευκαιρία για σκασιαρχείο, κλπ. Η μαμά να φωνάζει, η γιαγιά να προσπαθεί να την ηρεμήσει, ο μπαμπάς απών (στην δουλειά κατά βάση). Διαλυμένες οικογένειες, εξωσυζυγικές σχέσεις, θρησκοληψία στα όρια της παράκρουσης (τότε ευχέλαιο για σχολική επιτυχία, σήμερα φρενίτιδα για την τιμή του οβελία, ενός προϊόντος που συνδέεται άρρηκτα με την γιορτή του Πάσχα, κλπ.). Ο Λεωνίδας, βέβαια, σε αντίθεση με τα σημερινά παιδιά, μεγάλωνε σε μια χώρα που είχε αύριο. Αύριο αλλάζαμε νόμισμα, αύριο είχαμε Ολυμπιακούς, αύριο υπήρχε καλύτερη Ελλάδα (και δεν ξέρω κατά πόσο την θέλουμε). Δεν είναι τυχαίο που κανείς σε αυτήν την σειρά, αλλά και εν γένει στις σειρές της εποχής αυτής (Άκρως οικογενειακόν, κλπ.), δεν είναι ή δεν παρουσιάζεται ως άνεργος. Η λέξη ανεργία ακούγεται πού και πού, αλλά σε καμμία περίπτωση δεν έχει τον χαρακτήρα με τον οποίο θα την γνωρίζαμε λίγο αργότερα και πολύ μακαβριότερα. Η μητέρα του Λεωνίδα δουλεύει. Ο πατέρας του έχει την δική του επιχείρηση. Οι γονείς των φίλων του Λεωνίδα δουλεύουν κι αυτοί. Η γιαγιά του παίρνει μια αξιοπρεπή σύνταξη (τουλάχιστον δεν παραπονέθηκε ποτέ). Το χαρτζιλίκι ρέει άφθνο (ή έστω ρέει), παρόλο που οι “Καβουροδεινόσαυροι” (Sexpyr και DJ Vanilla) τραγουδoύν πως “ούτε για τσίχλες φτάνει”. Μillennials είμαστε άλλωστε και θυμόμαστε, ακόμα, πόσο βαθιά μπορούσε να βάλει ένας μέσος γονιός το χέρι στην τσέπη.
Εν πάση περιπτώσει. Μας αρέσει που η σειρά αυτή παρουσιάζει την συμβίωση τριών γενεών μέσα στο ίδιο σπίτι (γιαγιά-κόρη-εγγονός), ή έστω σε μια σφαίρα άμεσης επιρροής και αλληλεπίδρασης, διότι μετά τον Α’ κύκλο λαμβάνει χώρα μια μετακόμιση και ένας ανεπαίσθητος διαχωρισμός της οικογένειας. Αυτή η μορφή συμβίωσης είναι πολύ γνωστή, και άρα πάρα πολύ οικεία στον μέσο τηλεθεατή της εποχής πριν το 2004. Το να ζει μια οικογένεια όπως την γνωρίζουμε σήμερα (γονείς-παιδιά) με τον παππού και την γιαγιά, ήταν μια κατάσταση εξαιρετικά συνηθισμένη ή ακόμα και σχεδόν αυτονόητη για τα ελληνικά δεδομένα, τουλάχιστον της ζωής στην επαρχία πριν την αλλαγή χιλιετίας, την κρίση του χρηματιστηρίου (1999-2000), την είσοδο στην ευρωζώνη (2001-2002) και ό,τι επακολούθησε. Οι κρίσεις αλλάζουν τις κοινωνικές συνθήκες, ψυχραίνουν τις σχέσεις των ανθρώπων και επιφέρουν σημαντικές και σε πολλές περιπτώσεις ανεπανόρθωτες αλλοιώσεις στην μορφή τους. Κι επειδή εμάς μάς ενδιαφέρει πολύ ό,τι φαίνεται, αλλά πολύ περισσότερο ό,τι εννοείται, αποφασίσαμε να εξετάσουμε την περίπτωση τριών επεισοδίων (22, 23 και 24) της σειράς “Δέκα λεπτά κήρυγμα”, στα οποία το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης επέβαλε πρόστιμο κατά την περίοδο της πρώτης προβολής τους (άνοιξη 2001). Ο λόγος φαίνεται πως ήταν η με καλλιτεχνικό και αρκετά κριτικό θα λέγαμε τρόπο πραγμάτευση ζητημάτων που σχετίζονται με ναρκωτικές ουσίες, και άρα με τις εξαρτήσεις (επεισόδια 22 και 23), και λιγότερο με την πορνεία (επεισόδιο 24). Για να είμαστε λοιπόν και τυπικοί αλλά και ουσιαστικοί, αποφασίσαμε να επικοινωνήσουμε με το ίδιο το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, αιτούμενοι το έγγραφο σκεπτικό της απόφασής του, σύμφωνα με το οποίο επεβλήθη το περί ου ο λόγος πρόστιμο. Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης απάντησε, αναφέροντας πως “κατόπιν αναζητήσεως τόσο στο φυσικό όσο και στο ηλεκτρονικό αρχείο, δεν ανευρέθηκαν αποφάσεις που να σχετίζονται με το αίτημά σας, πιθανώς λόγω δυσλειτουργιών της υπηρεσίας κατά το παρελθόν.”. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος δημόσιος υπάλληλος που εργαζόταν εν έτει 2001 στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, απλώς δεν αρχειοθέτησε το σχετικό έγγραφο (δηλαδή δεν έκανε την δουλειά για την οποία αμείφθηκε), και το οποίο τελικώς χάθηκε. Παρ’ όλα αυτά, παρακολουθήσαμε τα επεισόδια 22, 23 και 24 σε πλατφόρμα διαμοιρασμού οπτικοακουστικού υλικού, χάρις σε ανθρώπους που κατέγραψαν την σειρά κατά την πρώτη προβολή της, εφόσον τα “απαγορευμένα επεισόδια” δεν προβάλλονται στις επαναλήψεις (ή δεν προβάλλονται ολόκληρα). Επί του παρόντος, θα επιχειρήσουμε μια κατά επεισόδιο όσο πιο ευχάριστη γίνεται ανάλυση των όσων διαδραματίζονται, ενώ παράλληλα θα εικάσουμε αν το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ήταν ή δεν ήταν ορθό ως προς την κρίση του, εκτός αν συμφωνήσουμε στο ότι η απόφαση αυτή ή/και το ίδιο το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης είναι απλά ένας αστικός μύθος.
Επεισόδιο 22 (30-3-2001, ώρα 21.00)
Το επεισόδιο αρχίζει με μια σκηνή στην οποία παρακολουθούμε έναν έμπορο ναρκωτικών να δίνει οδηγίες στους συνεργάτες του, μέσα σε ένα όμορφο και άνετο γραφείο, που θα μπορούσε να είναι το γραφείο μιας οποιασδήποτε καθωσπρέπει εταιρείας (τεράστιος συμβολισμός). Αυτοί, με την σειρά τους, του μεταφέρουν ότι οι δουλειές δεν πηγαίνουν και τόσο καλά, διότι πολλοί αντιστέκονται στην χρήση ουσιών (που σημαίνει ότι η κοινωνία προβάλλει αντιστάσεις, και άρα είναι σε κάποια επαγρύπνηση), ενώ ορισμένοι συνάδελφοί τους πιάστηκαν από την αστυνομία (που σημαίνει ότι ο κρατικός μηχανισμός για την προστασία από τα ναρκωτικά φαίνεται να λειτουργεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι λειτουργεί ικανοποιητικά). Ο boss επιμένει και ζητάει χαρτογράφηση των σχολείων της περιοχής, στα όρια της οποίας ενδιαφέρεται να κάνει business. Ο στόχος λοιπόν είναι τα ανήλικα άτομα, ιδίως δε αυτά που μπορούν να χαρακτηριστούν ευάλωτα (με ψυχασθένειες, προερχόμενα από διαλυμένες οικογένειες, κλπ.). Γι’ αυτό και βάζουν μια φοιτήτρια, που προφανώς και έχει ανάγκη από χρήματα, να την πέσει στα παιδιά του Λυκείου της σειράς αυτής. Ο Λεωνίδας είναι εξαρχής δύσπιστος με την συγκεκριμένη κοπέλα, την Βίκη, όχι επειδή είναι φοιτήτρια, αλλά κατ’ αρχήν λόγω της μεταξύ τους διαφοράς ηλικίας. Η Βίκη προσεγγίζει πρώτα την φίλη του, την Μαριλένα, ίσως λόγω φύλου, ίσως λόγω του χαρακτήρα της. Πάντως η οξυδέρκεια, εν προκειμένω του Λεωνίδα, είναι ένα στοιχείο που ανησυχεί τους εμπόρους ναρκωτικών, κάτι που δείχνει ότι μια συνειδητοποιημένη προσωπικότητα αποτελεί γι’ αυτούς αντικίνητρο. Ταυτόχρονα με τον Λεωνίδα, η γιαγιά του, η Κικίτσα, αρχίζει να έχει έντονες και ανοιχτές αμφιβολίες για τον ρόλο της Βίκης στις ζωές των τριών εφήβων, φίλων και συμμαθητών (Λωνίδας, Μαριλένα και Τέλης). Οι αντικρουόμενες απόψεις των μεγαλυτέρων (γονέων και εν γένει συγγενών, αλλά και των γνωστών ή/και φίλων τους, δηλαδή ατόμων με επιρροή στις ζωές και τις αποφάσεις τους) για το κατά πόσον τα παιδιά κινδυνεύουν ή όχι από τα ναρκωτικά, δηλώνονται ευθαρσώς. Μια παρατήρηση που μπορεί να γίνει, στο σημείο αυτό, είναι ότι η καταπίεση-υπερπροστασία ενδέχεται να φέρει τα αντίθετα αποτέλεσματα. Η μητέρα του Λεωνίδα, η Μαίρη, μοιάζει πολύ σωστή όταν δείχνει άνετη απέναντι στις εξόδους του γιού της. Ίσως δηλαδή να μην είναι όντως τόσο άνετη, αλλά περισσότερο να θέλει να του δείξει ότι τον εμπιστεύεται. Αυτό καθιστά ένα ανήλικο άτομο υπεύθυνο και υπόλογο των επιλογών του, και άρα ώριμο και προφανώς λιγότερο ή και καθόλου επιρρεπή στα ναρκωτικά. Η Ζέτα, με την σειρά της, έχει συλλάβει από μόνη της το σχέδιο των εμπόρων. Από το στόμα της ακούμε τον όρο “target group”, όταν προσπαθεί να πείσει την Μαίρη, φίλη και συνάδελφό της, ότι ένα από τα βασικά κριτήρια στόχευσης των δυνάμει χρηστών ναρκωτικών ουσιών είναι η ηλικία. Στην συνέχεια, ο Λεωνίδας ανησυχεί όλο και περισσότερο για τις διαρκώς στενότερες επαφές της Μαριλένας με την Βίκη, μέχρι που ένα βράδυ η Μαριλένα αργεί να γυρίσει στο σπίτι της. Η σχέση Λεωνίδα-Μαριλένας χρησιμοποιείται εδώ ως κάδρο για την πλαισίωση ενός υγιούς τρόπον τινά εφηβικού περιβάλλοντος, αστικού για την ακρίβεια, όπου το να είσαι σε μια αναγνωρισμένη από τον κοινωνικό σου περίγυρο ερωτική σχέση, αν και ανήλικος, αποτελεί συν τοις άλλοις και μια ασπίδα προστασίας έναντι εξωσχολικών και εν γένει εξωοικογενειακών απειλών, άρα και των ναρκωτικών.
Επεισόδιο 23 (6-4-2001, ώρα 21.00)
Οι ουσίες δεν αφήνουν τον άνθρωπο να χτίσει τις ψυχολογικές του άμυνες, ακούμε συν τοις άλλοις σε αυτό το επεισόδιο. Κορυφαία στιγμή, όμως, αποτελεί η σκηνή στην οποία η σεναριογράφος της σειράς, Ντίνα Παντελέων, μηχανεύεται την εξέλιξη κατά την οποία ο Λεωνίδας αποφασίζει να δώσει στους φίλους του placebo. Αντί για κάνναβη, η οποία έφτασε σε αυτούς μέσω της Βίκης (του ανθρώπου-συνδέσμου των εμπόρων ναρκωτικών), τους βάζει ρίγανη μέσα στο στριφτό τσιγάρο. Η Μαριλένα αντιδρά στο placebo νομίζοντας ότι την έχει βρει, γιατί μόλις ο Λεωνίδας της ομολογεί ότι καπνίζει ρίγανη, επανέρχεται στο δευτερόλεπτο στην προτέρα της κατάσταση (κάτι που κανένας που μόλις έχει καπνίσει κάνναβη δεν είναι σε φυσιολογική θέση να πράξει). Ο Τέλης, από την άλλη, προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι είναι σε θέση να την βρει με αυτό που καπνίζει, δηλαδή με την ρίγανη που την νομίζει για κάνναβη, αλλά επί της ουσίας δεν αισθάνεται τίποτα διαφορετικό. Άρα ο Λεωνίδας είναι σε θέση να καταλάβει ότι το placebo λειτούργησε. Η ρίγανη δεν έχει ναρκωτικές δράσεις. Το μήνυμα όμως που περνάει η σειρά, με αυτό το τέχνασμα, είναι πως ο στόχος των ναρκωτικών είναι στο μυαλό, αφού καθίσταται ολοφάνερο ότι πριν πάρεις ουσίες, θα πρέπει προηγουμένως να έχεις υποβάλει στον εαυτό σου την δυνατότητα που αυτές έχουν να σε κάνουν να νιώσεις ευχάριστα. Με άλλα λόγια, ακόμα και κάνναβη να κάπνιζαν, αν δεν ήταν προαποφασισμένοι να την βρουν, είτε όντως δεν θα την έβρισκαν, είτε η επίδραση της ουσίας δεν θα είχε και τόσο διεγερτικά αποτελέσματα. Αυτό το συμπέρασμα έρχεται σε φαινομενική αντίθεση με την κατάσταση της Κικίτσας και της Ζέτας, οι οποίες την έχουν καταβρεί από την εκ παραδρομής πρόσληψη κάνναβης (η Κικίτσα την ανακάλυψε και την πέρασε για ρίγανη). Ίσως αυτό να ήταν που παρακίνησε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης να θεωρήσει ότι η χρήση ουσιών παρουσιάζεται εν προκειμένω ωσάν να πρόκειται για βόλτα σε παιδική χαρά, με την Κικίτσα και την Ζέτα να γελάνε ακατάσχετα, να τραγουδούν και να παραμιλάνε. Επί της ουσίας όμως, και προεκτείνοντας τον προηγούμενο συλλογισμό μας, είναι σαφές ότι η σεναριογράφος προσπάθησε να καταδείξει ότι η χρήση ουσιών είναι επικίνδυνη, μόνον όταν είναι συνειδητή. Η έννοια του συνειδητού δεν έχει αξιακό χαρακτήρα, στο δικό μας κείμενο. Συνειδητός σημαίνει λογικός, και άρα τα ναρκωτικά, όπως και κάθε άλλη κατάχρηση, μπορούν να γίνουν κτήμα της ανθρώπινης συνείδησης. Συνεπώς είναι σε θέση να αναλυθούν, να κατανοηθούν και να αποδομηθούν. Αυτό επιδιώκει και η σειρά αυτή, στα συγκεκριμένα επεισόδια, άρα δεν βρίσκουμε κανέναν λόγο να επιβάλεις πρόστιμο σε κάποιον/α που έχει την ανάγκη αλλά και την συγγραφική ικανότητα, σε συνδυασμό με την δυνατότητα που του έδωσε η εταιρεία παραγωγής και ο τηλεοπτικός σταθμός που πλήρωσε την παραγωγή, να αναλύσει και να καταγγείλει την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του (για την ακρίβεια, το πρόστιμο βαρύνει τον πάροχο οπτικοακουαστικών υπηρεσιών, εν προκειμένω το Μεγάλο Κανάλι). Το μόνο στο οποίο θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε επί του παρόντος με το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, υποθετικώς πάντοτε, είναι το γεγονός ότι η σειρά αυτή επρόκειτο για μια αγαπημένη οικογενειακή μυθοπλασία, που σημαίνει ότι την παρακολουθούσαν και πολλά ανήλικα άτομα (όπως και ο γράφων, που ήταν τότε μαθητής δημοτικού). Συνεπώς, υποκινούμενο από την δήθεν ανάγκη και συμβατική του υποχρέωση να προστατεύσει τα οπτικοακουστικά ερεθίσματα των ανηλίκων, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης θεώρησε ότι η πραγμάτευση ενός τόσο μεγάλου και δύσκολου θέματος, αν και δοσμένη με αρκετά κωμικό και παράλληλα κριτικό τρόπο, είναι αρκετή για να κινήσει τις διαδικασίες επιβολής προστίμου και έμμεσης απαγόρευσης εναπροβολής τους (υπό τον φόβο νέου προστίμου). Εμείς διαφωνούμε ακόμα και μ’ αυτή την προσέγγιση, παρά την εκ μέρους μας κατανόηση της συνθετότητας τόσο του θέματος όσο και του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ένας ελεγκτικός μηχανισμός, διότι είναι πασιφανές ότι η διπροσωπία των θεσμών οδηγεί σε αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης. Αν δεν μιλήσεις για τα ναρκωτικά στα παιδιά, που αποτελούν το βασικό target group της προώθησης και πρόσληψης ουσιών, τότε σε ποιόν και πότε ακριβώς θα μιλήσεις; Ενώνοντας με μια νοητή γέφυρα το δίγλωσσο παρελθόν με το υποκριτικό παρόν, αρκεί να σκεφτούμε αυτό που συμβαίνει εδώ και καιρό με την υπόθεση Κασιδιάρη. Απ’ την μια είναι στην φυλακή και ταυτόχρονα του επιτρέπεται να συμμετέχει στην διαμόρφωση ενός πολιτικού φορέα, από την άλλη έρχεται το σύστημα να του απαγορεύσει τελικώς την συμμετοχή του στις εκλογές, αλλά κανένας αρμόδιος δεν βρέθηκε να απαγορεύσει στις εταιρείες δημοσκοπήσεων να συμπεριλαμβάνουν στα ερωτήματά τους ένα κόμμα για το οποίο δεν υφίσταται καμμία επίσημη απόφαση περί του αν μπορεί να μετάσχει σε αυτές, ενώ την ίδια στιγμή ανησυχούμε όλοι για το status quo των δικαιωμάτων των φυλακισμένων (τόσο που δεν μπορούμε να κοιμηθούμε). Εμείς, ως υπογράφοντες αυτό το κείμενο, δεν θα κρυφτούμε πίσω από τύπους και ωραίες εκφράσεις. Αυτός που παίρνει ναρκωτικά ενδέχεται να μην γνωρίζει πόσο κακό του κάνουν, αλλά μπορεί αν θέλει να το μάθει. Κάποιος άλλος μπορεί να θέλει να διαφύγει από την κατάσταση αυτή, αλλά ενδεχομένως να μην είναι σε θέση να το πράξει. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, ξέρει και ποιός είναι και τί κάνει ή δεν κάνει. Ασχέτως τί μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει. Γι’ αυτό και μιλάμε για την συνειδητότητα ως βασική προϋπόθεση μιας κατάστασης που μπορεί να καταστεί επικίνδυνη, και γι’ αυτό ο στόχος είναι στο μυαλό, και κυρίως στο μυαλό των νέων ανθρώπων. Ακριβώς επειδή στην τρυφερή ηλικία της πρώιμης εφηβείας διαπλάθονται συνειδήσεις. Και στην τελική, θεωρούμε δικαίωμα του καθενός να κάνει λελογισμένη προσωπική χρήση ορισμένων ναρκωτικών ουσιών. Ένα νομικό καλάθι με ποινικοποιημένες ναρκωτικές ουσίες είναι το καλύτερο δώρο στο λαθρεμπόριο και την συνεπακόλουθη φοροδιαφυγή.
Επεισόδιο 24 (20-4-2001, ώρα 21.00)
Το επεισόδιο αυτό αποτελεί μεν τυπική συνέχεια των δύο προηγούμενων, εφόσον άλλωστε η σειρά δεν αποτελείται από διακριτά αυτοτελή επεισόδια, αλλά πραγματεύεται ένα εντελώς διαφορετικό θέμα. Μετά την περιπέτεια με τα ναρκωτικά, στην οποία βέβαια ο Λεωνίδας μόνο θετική συμμετοχή είχε, η οικογένειά του αποφασίζει να του σφίξει τα λουριά (προληπτικά, όπως πιστεύει). Μέχρι που τα όρια που του θέτουν γυρίζουν εναντίον τους, ευλόγως φυσικά, όταν ανακαλύπτουν στο δωμάτιό του περιοδικά μόνο γι’ αγόρια. Η κοινωνία έχει εκπορνευτεί, ακούμε την Μαίρη να λέει στην Κικίτσα, μητέρα της και γιαγιά του Λεωνίδα. Δεν θα διαφωνήσουμε επί της αρχής με την συγκεκριμένη διατύπωση, τέτοιες όμως διαπιστώσεις καθιστούν την ιστορία αυτού του επεισοδίου περισσότερο ηθικολογική, παρά ευρύτερα κοινωνική. Ο Λεωνίδας θυμώνει με την αδιακρισία των μελών της οικογένειάς του και προχωράει στην εξής ολόσωστη και υπέρ του δέον ώριμη για έναν μαθητή Λυκείου ρήση: σεξουαλικό κήρυγμα δεν δέχομαι. Ο πατέρας του τον υποστηρίζει, όχι λόγω της συναισθηματικής σχέσης μαζί του, αλλά εκ του γεγονότος ότι θεωρεί απολύτως αναμενόμενο για έναν έφηβο να έχει στην κατοχή του περιοδικά που υποβοηθούν την φαντασίωσή του. Αν μπορεί λοιπόν κανείς να μας πει ότι ικανοποιήθηκε κάπως αλλιώς στην εφηβεία του, εδώ είμαστε για να τον ακούσουμε. Ο Νάσος, λοιπόν, πατέρας του Λεωνίδα, απαιτεί διακριτικότητα επί του θέματος. Και συμφωνούμε απόλυτα μαζί του. Άλλωστε, αναγκασμένη από την πραγματικότητα της αποδοχής του σφάλματός της (της αδιακρισίας της, δηλαδή), με τον Νάσο συμπαρατάσσεται τελικώς και η Μαίρη, μητέρα του Λεωνίδα και πρώην σύζυγός του. Αναγκασμένος από τις περιστάσεις και από την θέση του να πρέπει να βοηθήσει τον γιό του, στην φάση αυτή της ζωής του, ο Νάσος αποφασίζει στην συνέχεια να του προσφέρει μια επίσκεψη σε χώρο αγοραίου έρωτος. Μην θέλοντας να υποκύψει σε μια ηθική αξιολόγηση των σωματικών αναγκών, εν προκειμένω των ανδρικών, και έτη φωτός μπροστά από την εποχή της, η Ντίνα Παντελέων, σεναριογράφος της σειράς, βάζει τον Λεωνίδα να πει στα κορίτσια που συναντάει “σας πρόλαβαν άλλες”. Με μια τέτοια διατύπωση, θέλησε κατά την γνώμη μας να καταδείξει ότι και η ανάγκη υπάρχει, διαχρονικά, αλλά και οι τρόποι εκπλήρωσής της είναι κτήμα και των νεώτερων γενεών. Σε μια άλλη προσέγγιση, περισσότερο αναμενόμενη και αποδεκτή, θα βλέπαμε την επιλογή του πατέρα να πληρώσει για να προσφέρει στον γιό του την πρώτη του ερωτική εμπειρία, ως κάτι το αρνητικό ή έστω γραφικό. Τουναντίον, στο επεισόδιο αυτό της σειράς “Δέκα λεπτά κήρυγμα”, ο αγοραίος έρωτας αντιμετωπίζεται ως μια πτυχή της κοινωνικής πραγματικότητας, απέναντι στην οποία μάλιστα οι δύο νεαροί αμφιταλαντεύονται. Ο Λεωνίδας λέει λίγο αργότερα, στα ίδια κορίτσια, ότι χρειάζεται συναίσθημα για να κάνει κάτι παραπάνω, ενώ ο Τέλης είναι ή φαίνεται έτοιμος να πάρει ό,τι του προσφέρουν. Οι συμβολισμοί είναι εμφανέστατοι. Στην ζωή υπάρχουν και οι δύο τύποι ανθρώπων και οι τρόποι με τους οποίους επιλέγουν να κάνουν έρωτα. Καταλαβαίνουμε ότι για το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης ήταν ενδεχομένως μια πολύ καλή ευκαιρία να θεωρήσει την συγκεκριμένη προσέγγιση ως έμμεση παρότρυνση σε αγοραίο έρωτα (άλλωστε έχει αποφανθεί αναλόγως και σε άλλη περίπτωση), παρά να δει ότι εδώ λαμβάνει χώρα μία με καλλιτεχνικούς όρους διαπραγμάτευση ενός πανάρχαιου κοινωνικού θέματος, που ούτως ή άλλως είναι ανοιχτό στον δημόσιο διάλογο. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι είναι κακό να αγοράζεις ερωτικές υπηρεσίες, εφόσον συντρέχουν ορισμένες νόμιμες προϋποθέσεις, κι αν το πει, θα είναι μια καθαρά δική του ηθική κρίση. Από την άλλη, υπάρχουν ηθικές αξιώσεις για τις οποίες υπάρχει καθολική κοινωνική συμφωνία (και σωστά), όπως για παράδειγμα η αποσύνδεση του αγοραίου έρωτα από τα δίκτυα σωματεμπορίας, συμπεριλαμβανομένης της πάταξης της σωματεμπορίας και της εν γένει σεξουαλικής εκμετάλλευσης των ανηλίκων. Εμείς, από την πλευρά μας, δεν πιστεύουμε ότι τα μεγάλα προβλήματα θα μπορούσαν να επιλυθούν με σεμνοτυφίες, ένθεν κακείθεν, τις οποίες θεωρούμε αναφανδόν γελοίες και καταφανώς επικίνδυνες (προφανώς αυτές ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την εκπόρνευση της κοινωνίας, επιστρέφοντας στην διαπίστωση της Μαίρης, εν έτει 2001). Και από το βήμα που μας δίνεται, επιθυμούμε να εκφράσουμε τον σεβασμό μας, κυρίως στην σεναριογράφο της σειράς, Ντίνα Παντελέων (χωρίς να την γνωρίζουμε προσωπικά), αλλά και σε όλους όσους άμεσα ή έμμεσα ενεπλάκησαν στην δημιουργία της, καθιστώντας την απολαυστικό θέαμα με κλασσικές συνδηλώσεις σε καιρούς χαλεπούς.